
Η τρομοκρατία, ο θρησκευτικός
φονταμενταλισμός, ο τζιχαντισμός, ο νεοναζισμός, ο χουλιγκανισμός αποτελούν κατεξοχήν
φαινόμενα της εποχής. Όχι ότι δεν προϋπήρχαν της στροφής του αιώνα. Ωστόσο, μόνο
μετά την 11/9 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους άρχισε να συνειδητοποιείται
το μέγεθος της απειλής. Επρόκειτο για την ύπαρξη ενός σοβαρού αποθέματος βίας
μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου και της διαθεσιμότητας δικτύων ή μεμονωμένων
ατόμων με ως επί το πλείστον θρησκευτικά, ρατσιστικά και σεξιστικά κίνητρα να
κάνουν χρήση του αποθέματος αυτού. Επιπλέον, μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση
στο Παρίσι, αλλά και το πρόσφατο θανατηφόρο χτύπημα ένοπλων ισλαμιστών επί
αμερικανικού εδάφους για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γίνεται
αντιληπτό ότι τα συστήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας είναι τρωτά απέναντι
σε μια εν εξελίξει ευρισκόμενη εξτρεμιστική κινητοποίηση.
Τι προκαλεί μια τέτοια κινητοποίηση και τι
μπορεί να την ανακόψει; Συχνά η έξαψη των φαινομένων πολιτικο-κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης
και βίαιου εξτρεμισμού διασυνδέεται εμφατικά με τις μονομερείς στρατιωτικές
επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που στο όνομα της πάταξης της
διεθνούς τρομοκρατίας ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και του Σαντάμ Χουσεΐν.
Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε, ωστόσο, σοβαρές «παράπλευρες»
συνέπειες, καθώς διαταράχθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες σε περιφερειακό επίπεδο και
δημιουργήθηκε μια στρατιά εξτρεμιστών, ένα τμήμα από τους οποίους είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί
στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.

Φαινόμενα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, δεν
επιδέχονται μονοσήμαντων εξηγήσεων. Ο εξτρεμισμός και η βίαιη κινητοποίηση που
εκδηλώνονται στις ημέρες μας δεν είναι ‘απλώς’ η άλλη όψη του «ιμπεριαλισμού»
και του «νεοφιλευθερισμού». Οι στρατολόγοι του βίαιου εξτρεμισμού δεν είναι μόνο
όσοι (εξ-)οπλίζουν τους τζιχαντιστές και φανατίζουν νεαρούς μουσουλμάνους που
ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή διεργασίες ρήξης
με το status quo, όπως και η εξτρεμιστική κινητοποίηση που
στοχεύει στη βίαιη κατάλυσή του, διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές τάξεις:
παρότι στις αναταραχές στο Λονδίνο το 2011 συμμετείχαν νεαρά άτομα από τα φτωχά
προάστια, οι δύο δράστες της αιματηρής επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της
Καλιφόρνια ήταν ευκατάστατοι μουσουλμάνοι, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και (φαινομενικά)
ενταγμένοι στην κοινωνία. Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν
εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα: πιο σημαντικό
ρόλο από τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες διαδραματίζουν οι κοινωνικές
δικτυώσεις και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία επηρεάζονται οι
εκκολαπτόμενοι ριζοσπάστες και εξτρεμιστές.
Αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να
τεθούν σε λειτουργία διεργασίες κοινωνικής ρήξης είναι τα συναισθήματα που
διακατέχουν εκείνους, οι οποίοι εμφανίζουν διαθεσιμότητα ή και ετοιμότητα για κοινωνική
ανατροπή. Η ελκυστικότητα και η φαντασμαγορία της βίας, η διεύρυνση της
επιτρεπτικότητας που δημιουργεί η χρήση της, οι διαθέσεις για πολιτική
διαμαρτυρία και καταγγελία που μπορεί να καταλάβουν ευρεία κοινωνικά στρώματα ανεξαρτήτως
κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης και ιδεολογίας τους (π.χ. «Αγανακτισμένοι»), όλα
τα παραπάνω είναι εκείνα που συνθέτουν το προφίλ όσων ριζοσπαστικοποιούνται με
κατεύθυνση προς τις μορφές του βίαιου εξτρεμισμού.

Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα (25.12.2015),
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=764537