Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Κόμμα προκάλυμμα ιδιωτικής πολιτοφυλακής



Παρά τη θρυλούμενη κρίση τους, τα κόμματα εξακολουθούν να αποτελούν κεντρικό πυλώνα στις σύγχρονες δημοκρατίες: μαζικά ή παραγοντικά, ταξικά ή πολυσυλλεκτικά, κεντρώας τάσης ή κεντρώας απόκλισης, τα κόμματα παραμένουν ο κύριος νόμιμος διαμεσολαβητής της θέλησης του λαού, προς όφελος των συμφερόντων του οποίου επιχειρούν να κατακτήσουν την εξουσία. Όσο μέγεθος δυσθυμίας κι αν έχει παρεισφρήσει στις σχέσεις των πολιτών με τα κόμματα, η σημαντικότητα του ρόλου τους θέτει επί τάπητος το ζήτημα της δημοκρατικής ποιότητας ως προς τον τρόπο εσωτερικής οργάνωσής τους.
Τα κόμματα δεν είναι οργανωμένα με τον ίδιο τρόπο· άλλα επικεντρώνονται στη συγκέντρωση ψήφων, άλλα είναι προσανατολισμένα στη στρατολόγηση ατόμων σε κλαδική βάση και άλλα ενδιαφέρονται για τον ιδεολογικό εγκιβωτισμό μελών σε «πυρήνες» με ταξικά-επαγγελματικά κριτήρια. Η ταξινόμηση αυτή, την οποία οφείλουμε στον Γάλλο πολιτικό επιστήμονα Maurice Duverger, περιγράφει τη βασική οργανωτική λογική που διέπει αντιστοίχως φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.
Ο Duverger επεξεργάστηκε, επίσης, τον τύπο οργάνωσης των φασιστικών κομμάτων, τα οποία κατέταξε στην κατηγορία της “μιλίτσιας”. Ένα «κόμμα-μιλίτσια» («κόμμα-πολιτοφυλακή»), διαθέτει παραστρατιωτική δομή και λειτουργία, αυστηρή πειθαρχία και άκαμπτη ιεραρχία. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένας εκπαιδευμένος «ιδιωτικός στρατός» ακολούθων (militia) που επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των αντιπάλων. Παρότι ο «ιδιωτικός στρατός» συνοδεύεται από μια πολιτική οργάνωση, αυτή λειτουργεί ως πέπλο συγκάλυψης βίαιων πρακτικών και είναι χρήσιμη όταν το «κόμμα-πολιτοφυλακή» διεκδικεί μια στοιχειώδη πολιτική νομιμοποίηση.
Η ανάλυση του «κόμματος-μιλίτσια» αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της μεταπολεμικής εξτρεμιστικής δεξιάς: από το υπερεθνικιστικό VMO, που ήταν υπέρ μιας “φυλετικά καθαρής Φλάνδρας” και οργάνωνε παραστρατιωτικές δράσεις για να στηρίξει τις αποσχιστικές και ρατσιστικές θέσεις του, μέχρι τη φιλοναζιστική Χρυσή Αυγή, που από την αρχή έθεσε ως στόχο να αντιμετωπίσει τους “εσωτερικούς” και “εξωτερικούς υπονομευτές” σχηματίζοντας με τους “πολεμιστές της Νέας Χαραυγής” “τάγματα εφόδου”,  το οργανωτικό μοντέλο του “κόμματος-μιλίτσια” ταιριάζει γάντι στα μορφώματα του συγκεκριμένου χώρου. H διαφορά μεταξύ VMO και Χρυσής Αυγής είναι ότι το πρώτο, λόγω συμμαχιών του με κατεστημένα δεξιά κόμματα, κατόρθωνε να καθιστά δυσδιάκριτο τo προφίλ του ως «μιλίτσιας», γι’αυτό και χρειάστηκαν είκοσι χρόνια μέχρι να τεθεί εκτός νόμου. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, ωστόσο, δια στόματος του αρχηγού της, έχει ανοιχτά υποστηριχθεί το «στρατιωτικό μοντέλο οργάνωσής» της και με περηφάνεια η Χρυσή Αυγή έχει αυτοπροσδιοριστεί ως ένα κόμμα των «ταγμάτων εφόδου» (ομιλία Ν. Μιχαλολιάκου, 25.8.2012,  http://www.youtube.com/watch?v=lzXmbrdfDow, ανάκτηση 26.9.2013). 
Η Χρυσή Αυγή έχει όλα τα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε παραστρατιωτική μονάδα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς κι από μόνος του αν παρακολουθήσει συγκεντρώσεις της οργάνωσης: στην αρχή προσέρχονται κατά μόνας άτομα μεγαλύτερης ηλικίας κι όταν πυκνώσει ο χώρος από συγκεντρωμένους καταφθάνουν, εν είδει στρατιωτικού σχηματισμού, με κοινή ενδυμασία και κρατώντας κομματικά λάβαρα με κοντάρια, δύο έως τρεις ομάδες των δώδεκα ή περισσότερων ατόμων από το Μέτωπο Νεολαίας, στοιχισμένων και διατεταγμένων ανά τριάδες, τα οποία παρατάσσονται πειθαρχημένα –με τη παρέμβαση ανδρών που φέρουν στολές παραλλαγής και δείχνουν να περιφρουρούν το χώρο–  μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος. Καθώς το μοτίβο είναι επαναλαμβανόμενο, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια τακτική της Χρυσής Αυγής, που παραπέμπει στην ύπαρξη μιας διττής οργανωτικής δομής αποτελούμενης από έναν πυρήνα μελών που δρα με βάση στρατιωτικά πρότυπα και από έναν ευρύτερο χώρο υποστηρικτών που συμβολικά και πραγματικά κυκλώνεται από την κομματική πολιτοφυλακή.
Το γεγονός ότι μια παραστρατιωτική μιλίτσια έχει διεισδύσει στα σώματα ασφαλείας, όπως κάτι τέτοιο διακρίνεται από τα υψηλά ποσοστά της Χρυσής Αυγής σε εκλογικά κέντρα που ψήφισαν μαζικά ένστολοι, είναι ένα ανησυχητικό αλλά όχι δυσερμήνευτο γεγονός. Η κοινωνική απαξίωση των σωμάτων ασφαλείας, οι χρόνιες συγκρούσεις τους με ακραίες ομάδες της Αριστεράς, μια μίζερη καθημερινότητα του ρίσκου που βιώνουν κυρίως όσοι υπηρετούν στις μονάδες της τάξης, διευκολύνουν την προσέγγιση θυλάκων της Αστυνομίας (προπάντων εκείνων που δρουν σε κλειστούς πυρήνες) με υπερεθνικιστικές ομάδες, οι οποίες αυτοπροβάλλονται ως ιδεολογικά και επιχειρησιακά όμορες με δυνάμεις της κρατικής τάξης. Το πόσο βάθος έχει μια τέτοια σύγκλιση, αν εξαντλείται στην έκφραση εφήμερων διαθέσεων ή παραπέμπει στην ύπαρξη μονιμότερων δεσμών τμημάτων της Αστυνομίας και του Στρατού με μορφώματα του ακραίου πολιτικού περιθωρίου ή, πολλώ μάλλον, αν περιλαμβάνει συνέργειες κρατικών λειτουργών με κομματικές μιλίτσιες, θα φανεί από τις έρευνες που διεξάγονται.
Το momentum είναι σημαντικό και, τώρα, αυτό που έχει πρωτίστως σημασία είναι να αντιδράσουν έγκαιρα, με σοβαρότητα και θάρρος οι θεσμοί. Τα Μίντια, ο ρόλος των οποίων πάντα είναι κομβικός στην αντιμετώπιση της ακροδεξιάς, χρειάζεται να τηρήσουν πιστά τους κανόνες της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ώστε να εισφέρουν με εγκυρότητα στην ανάδειξη άγνωστων ή αθέατων πτυχών του «κόμματος-μιλίτσια»· με καλές προθέσεις ενδεχομένως, αλλά η ροπή προς μια περιπτωσιολογία «ιστοριών ζωής» που εμφανίζεται με ορισμένα ΜΜΕ, απλώς δραματοποιεί και αποουσιαστικοποιεί την πραγματικότητα που επιχειρείται να περιγραφεί.
Σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή, ήδη από το 1983, όταν η οργάνωση δηλώνει πρώτη φορά επισήμως την παρουσία της στην πολιτική σκηνή και μέχρι τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012 σημειώνονται ορισμένες θεσμικές παραλείψεις. Στη γνωστοποίηση το 1983 προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου της ίδρυσης πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «Λαϊκός Σύνδεσμος», όπως και στη γνωστοποίηση της συμμετοχής του στις Ευρωεκλογές το 1994 με την επωνυμία «Χρυσή Αυγή-Λαϊκός Σύνδεσμος» και από το 2009 της συμμετοχής του σε εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές με την τωρινή του ονομασία («Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή») δεν περιλαμβάνεται ούτε η πλήρης διατύπωση του ν.δ. 59/1974 ούτε η επανάληψη της φρασεολογίας του άρθρου 29 §1 του Συντάγματος περί εξυπηρέτησης από το συγκεκριμένο κόμμα «της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Επίσης, μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές του 2012, η αδειοδότηση της συμμετοχής της Χρυσής Αυγής σε εκλογές δεν συνοδευόταν από την κατάθεση/γνωστοποίηση του Καταστατικού της (αυτό γίνεται εκ των υστέρων τον Αύγουστο του 2012). Αν εικάσουμε βασίμως ότι το καταστατικό της οργάνωσης, με το οποίο αυτή συμμετείχε σε εκλογικές αναμετρήσεις, είναι αυτό που διαβάσαμε προσφάτως στον Τύπο (ΕφΣυν, 26.9.2013) και στο οποίο εξαίρεται η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και απορρίπτεται η δημοκρατία, τότε μπορούμενα συνάγουμε ότι η μη συμπερίληψή του στις σχετικές δηλώσεις της οργάνωσης συνιστά μια καίρια παράλειψη, αποφασιστικής σημασίας για το δικαιωμα ή όχι συμμετοχής της σε εκλογές.

Μια ελαφρώς μικρότερη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το Βήμα (29.9.2013)


Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η οργανωτική δομή της Χρυσής Αυγής: ένα κόμμα-μιλίτσια


Απόσπασμα από υπό δημοσίευση σε συλλογικό τόμο περί εκλογών άρθρου μου για την ΧΑ

Όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης αυτού του μορφώματος, η Χρυσή Αυγή δημιουργεί καταρχάς υποψίες για την ύπαρξη  παράλληλων οργανωτικών δομών, πέραν εκείνων που αναφέρονται στο (νέο) καταστατικό της, λειτουργεί δε με χαρακτηριστικά «κόμματος-μιλίτσια». Το «κόμμα-μιλίτσια» (αλλιώς: «κόμμα-πολιτοφυλακή»), στο οποίο αναφέρεται ο Duverger (1963: 36 επ.), υπήρξε ιστορικά ο τύπος οργάνωσης των φασιστικών/ναζιστικών κομμάτων, τα οποία διέθεταν παραστρατιωτική λειτουργία, αυστηρή πειθαρχία και ιεραρχία, καθώς και μέσα τρομοκράτησης των αντιπάλων. Mεταπολεμικά η εξτρεμιστική δεξιά που διεκδίκησε κοινοβουλευτική παρουσία, όπως επί παραδείγματι το MSI, υιοθέτησε το μοντέλο του μαζικού κόμματος και απέφυγε το οργανωτικό στυλ της μιλίτσιας, υποστηρίζει ο Ignazi (2003: 36), παρότι ιστορικά αυτός ο τύπος κόμματος «δεν περιφρονεί τις εκλογές» κατά την περίοδο που διεκδικεί την εκλογική του ενίσχυση ή και την άνοδό του στην εξουσία, διατείνεται ο Duverger (ό.π., σ. 39). Μορφώματα του δεξιού εξτρεμιστικού χώρου χωρίς «εκλογική κλίση», όπως το Φλαμανδικό VMO, ενστερνίστηκαν γνωρίσματα της «παραστρατιωτικής μιλίτσιας». Γνωρίσματα «μιλίτσιας» οικειοποιήθηκε από τα πρώτα στάδια του βίου της και η Χρυσή Αυγή, όταν, παρότι είχε μετατραπεί σε κόμμα, η άσκηση εκλογικής επιρροής δεν αποτελούσε κεντρική και αποδεκτή από όλες τις πτέρυγές της οργάνωσης στόχευσή της. Με το σκεπτικό της αντιμετώπισης των «εξωτερικών εισβολέων» και των «εσωτερικών υπονομευτών», όπως αναφέρεται στην πρώτη Διακήρυξη Ιδεολογικών Αρχών της οργάνωσης (χ.χ.) και κατόπιν με το πρόσχημα της προσφοράς προς εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που είχαν ήδη οργανωθεί «σε ένα είδος μιλίτσιας» για «να προφυλάξουν τα πλέον στοιχειώδη που είναι η ζωή και η περιουσία τους»,[1] οι «πολεμιστές της Νέας Χαραυγής», όπως αρχικώς αυτοαποκαλούνταν όσοι ανήκαν στο περιβάλλον της Χρυσής Αυγής, χρησιμοποίησαν το σχήμα της «οργάνωσης-πολιτοφυλακή» ως πρότυπο παρέμβασής τους στο μαζικό χώρο. Λειτουργώντας ως άτυπη ιδιωτική μονάδα κρούσης (αλλιώς: «ιδιωτικός στρατός»), όπως περιγράφεται το «κόμμα-μιλίτσια» στην κατά Duverger (ό.π., σ. 36) εκδοχή του, η οργάνωση επιδίδεται πλέον συστηματικά σε «εφόδους» με στόχο π.χ. την εξακρίβωση στοιχείων επαγγελματικής ιδιότητας και παραμονής μεταναστών. Το ότι εξάλλου η Χρυσή Αυγή υιοθετεί χαρακτηριστικά μιλίτσιας τεκμαίρεται από δηλώσεις του ίδιου του αρχηγού της (Ellinas, στο ίδιο, σ. 11-12), ο οποίος υποστηρίζει ανοικτά ένα «στρατιωτικό μοντέλο οργάνωσης» του κόμματος, του οποίου βρίσκεται επικεφαλής.[2]
Ο Μαυρογορδάτος (1996: 139) αναφερόμενος στις οργανώσεις των Επιστράτων του 1916 και συγκρίνοντάς τες με παραστρατιωτικές οργανώσεις στην Αυστρία (Heinwehr) και τη Γερμανία (Stahlhelm) υποστηρίζει ότι στις οργανώσεις-πολιτοφυλακής δεν είναι μόνο η “μίμηση του στρατού” αλλά και η «νοσταλγία» του που τις χαρακτηρίζουν. Βέβαια, στην περίπτωση των Επιστράτων επρόκειτο «για στρατιώτες που ξαναβρίσκουν την χαμένη τους ‘κοινότητα’» και όχι «για πολίτες που παριστάνουν τους στρατιώτες» (στο ίδιο), όπως συμβαίνει σε μεταπολεμικές οργανώσεις με προφίλ ταγμάτων εφόδου. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, οι δημόσιες συγκεντρώσεις της πράγματι «θυμίζουν στρατιωτική μονάδα», όπως χαρακτηριστικά έχει αναφερθεί από στελέχη της (βλ. ενδεικτικά δηλώσεις Η. Κασιδιάρη), αλλά και όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν παρακολουθήσει προσεκτικά συγκεντρώσεις της οργάνωσης: στην αρχή, στον τόπο της εκδήλωσης προσέρχονται κατά μόνας άτομα συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας και όταν πυκνώσει ο χώρος από συγκεντρωμένους καταφθάνουν, εν είδει στρατιωτικού σχηματισμού, με κοινή ενδυμασία και κρατώντας κομματικά λάβαρα στα χέρια τους, δύο έως τρεις ομάδες των δώδεκα ή και περισσοτέρων ηλικιακά νέων ατόμων, προφανώς από το Μέτωπο Νεολαίας, διατεταγμένων ανά τριάδες και στοιχισμένων το ένα πίσω από το άλλο, τα οποία παρατάσσονται στα δύο άκρα και μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος.[3] Καθώς το μοτίβο αυτό είναι επαναλαμβανόμενο, μπορούμενα συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μια τακτική της Χρυσής Αυγής, η οποία παραπέμπει στην ύπαρξη μιας διττής οργανωτικής δομής αποτελούμενης από έναν πυρήνα οργανωμένων μελών («μελών-ακολούθων») που δρα συντονισμένα και με στρατιωτική (ή στρατιωτικοφανή) πειθαρχία, καθώς και από έναν ευρύτερο χώρο φίλων και  υποστηρικτών που μένει στα μετόπισθεν της οργάνωσης. Σε όλον αυτόν τον στρατό-imitation παρών είναι ένας νοσταλγικός τόνος για μια «Λαϊκή Κοινότητα Ελλήνων» και μια «Ελλάδα που να ανήκει πραγματικά στους Έλληνες», ο οποίος καλλιεργείται συστηματικά στο χώρο της Χρυσής Αυγής:[4] για να υπάρχει μια τέτοια Ελλάδα είναι απαραίτητη η μάχη εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», εκείνων δηλαδή που «μισούν» και «προδίδουν» «αυτήν την Πατρίδα», των «υπηρετών του χρεοκοπημένου λιμπεραλισμού και του ιστορικά αποτυχημένου μαρξισμού» (και εδώ ο νοσταλγικός τόνος παραπέμπει στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου[5]), ώστε «να μην τον αφήσουν να την ξεπουλήσει» (Χρυσή Αυγή 2012: 1, 6).



[1] Αποσπάσματα από τη συνέντευξη που παραχώρησε τον Ιούλιο του 2011 στη γράφουσα και τη Λ. Ρόρη σημαίνον στέλεχος της Χρυσής Αυγής. Όπως υποστήριξε το πρόσωπο με το οποίο συνομιλήσαμε, είναι οι κάτοικοι που «οργανώνονται σε ένα είδος μιλίτσια», από «λαϊκή ανάγκη» που έχει να κάνει με τις «ακραίες καταστάσεις» πολιτισμικής και εθνικής «αλλοίωσης», τις οποίες αντιμετωπίζει η χώρα.
[2] Για τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής ως “κόμματος-μιλίτσια” βλ. ενδεικτικά τη χαρακτηριστική διατύπωση-παραδοχή του ίδιου του Γεν. Γραμματέα της σε δημόσια εκδήλωση του κόμματος: “Εδώ είμαστε, ας έρθουν να μας  συντρίψουν. Εσείς είστε τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Ας έρθουν να αναμετρηθούμε…”. Εδώ το σχετικό βίντεο: http://www.youtube.com/watch?v=lzXmbrdfDow. Για τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής ως «στρατιωτικής μονάδας» βλ. σε βίντεο σχετικές δηλώσεις του βουλευτή του κόμματος Η. Κασιδιάρη (http://www.pheme.gr/node/5418, τελευταία ανάκτηση 24.4.2013) από εκδήλωση του κόμματος στα Τρίκαλα τον Οκτώβριο του 2012.
[3] Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από προσωπική έρευνα της γράφουσας, η οποία παρακολούθησε δημόσιες συγκεντρώσεις της Χρυσής Αυγής στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 2013.
[4] Χρυσή Αυγή (2012: 4) και Καταστατικό (30.8.2012), σ. 2.
[5] Μια σύγκριση με τα άρθρα του Α. Καμπάνη στο περιοδικό Το Νέον Κράτος καταδεικνύει τις ιδεολογικές και λεκτικές συγκλίσεις της Χρυσής Αυγής με το Μεταξικό καθεστώς, βλ. ενδ. Α. Καμπάνης, «Εσωτερική Πολιτική», τ. 1, 1937, σ. 15-18, όπου η ταυτόχρονη καταγγελία «λιμπεραλισμού» και κομμουνισμού και η εξύμνηση της «εθνικής ολότητας». Το ζήτημα των εκλεκτικών συγγενειών της Χρυσής Αυγής με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου χρειάζεται να αναλυθεί σε βάθος. Ο χώρος εδώ δεν επαρκεί, ελπίζω ωστόσο να φέρω εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα σε ένα επόμενο συγγραφικό έργο που ετοιμάζω.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Νουάρ αναγνώσεις του φασισμού

Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στη διάρκεια των οποίων εκδόσεις για τον φασισμό μπορούσαν να αγγίξουν ένα ευρύ κοινό. Όσο μεγάλωνε η χρονική απόσταση από τη χούντα, μαζί με το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού, η θεματική του φασισμού μπήκε στο περιθώριο. Όταν στη δεκαετία του 2000 κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ο Σ. Πέιν (Ιστορία του Φασισμού, Φιλίστωρ), ο P. Milza (Οι Μελανοχίτωνες της Ευρώπης, Scripta), o R. Paxton (H ανατομία του φασισμού, Κέδρος) ή ο Ε. Gentile (Φασισμός. Ιστορία και Ερμηνεία, Ασίνη) οι ενδιαφερόμενοι να εντρυφήσουν στα «κλασικά» αυτά κείμενα μετριούνταν στα καθίσματα λίγων μικρών σεμιναριακών αιθουσών. Σήμερα, δεν είναι τόσο ότι ξαναδιαβάζονται οι αναλυτές του φασισμού από ένα ευρύ κοινό, όσο ότι ολοένα και περισσότεροι ενδιαφέρονται για τη θεματική που έχει γίνει σαν ένα τελάρο ζωγραφικής για να τεντωθούν πάνω του οι πρόσφατες σκληρές εικόνες του εγχώριου δεξιού εξτρεμισμού.
Ε(πανε)κδόσεις έργων από τον χώρο της νουάρ λογοτεχνίας που ως κύριο θέμα τους έχουν τον ναζισμό και τον φασισμό σε μεταβατικές περιόδους –όταν οι ολοκληρωτισμοί εγκαθιδρύονται ως καθεστώτα και όταν τα καθεστώτα αυτά καταρρέουν– έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός σημαντικού αριθμού αναγνωστών. Αριστοτεχνικά δείγματα γραφής αυτού του είδους αποτελεί η κυκλοφορία στα ελληνικά των δύο Τριλογιών: του Βερολίνου (Ph. Kerr) και του Φασισμού (C. Lucarelli). Η σαγηνευτική πένα του Kerr και του Lucarelli, η ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή και προπάντων οι χαρακτήρες του ντεντέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ και του επιθεωρητή Ντε Λούκα αποτελούν λόγο επαρκή για να μην αφήσει ο αναγνώστης μισοδιαβασμένη καμία από τις δύο Τριλογίες που θα πιάσει στα χέρια του. Ωστόσο, μια γοητευτική όσο και καλοδουλεμένη λογοτεχνική προσέγγιση μπορεί να προσθέσει κάτι στην ερμηνεία του φασισμού/ναζισμού;

Ο ντεντέκτιβ Γκούντερ, που απεχθάνεται τους Ναζί και ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, που έχει στελεχώσει μηχανισμούς καταστολής του φασιστικού καθεστώτος, διαθέτουν κάτι κοινό: διατηρούν μια εμφανή εσωτερική απόσταση από το πολιτικό καθεστώς. Επέτρεπαν, όμως, οι Ολοκληρωτισμοί μια κάποια εσωτερική διαφοροποίηση των ακολούθων; Ο κυνισμός και η επιτηδειότητα του Μπέρνι Γκούντερ, όπως και η τυφλή επαγγελματική προσήλωση –ένα σχεδόν Βεμπεριανό ήθος εργασίας– του Ντε Λούκα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό επιβίωσης στην καθημερινότητα του φασισμού και του ναζισμού; Η καθιερωμένη απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, αν και η διατύπωσή του σκιαγραφεί αχνά μια προοπτική τρωτότητας των ολοκληρωτικών καθεστώτων κάθε είδους.

Δημοσιεύθηκε στον Βιβλιοστάτη της Εφ.Συντ. (07.09.2013) http://www.efsyn.gr/?p=107467