Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Να κάνουμε την ανάγκη αρετή

Περιοδικό ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ, τ. 89/2013.



του Ηλία Κατσούλη

Όπως το 2007 με το ξέσπασμα της κρίσης στην αγορά των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ ο δυτικός -τουλάχιστον- κόσμος φάνηκε να αφήνει πίσω του μια μακρά περίοδο σχετικής ευημερίας, κάπως έτσι και στην Ελλάδα με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου τον Μάιο 2010 συνειδητοποιήσαμε ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης με τη συνεχή βελτίωση των όρων ζωής είχε φτάσει στα όριά της. Πέρα από αυτά κάθε διεκδίκηση συνοδευόταν από κινδύνους που μπορούσαν να μας οδηγήσουν στη χρεοκοπία. Η συμφωνία που η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε τότε να υπογράψει με τους εταίρους μας, την Τρόικα όπως συνηθίσαμε να την αποκαλούμε, όχι μόνο έθεσε τέρμα στο καθεστώς των διαρκών διεκδικήσεων και της ικανοποίησής τους, αλλά δρομολόγησε μια αντίστροφη διαδικασία απωλειών οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα που συρρίκνωσαν δραματικά το γενικό επίπεδο και την ποιότητα της ζωής μας. Ιδιαίτερα επώδυνες οι απώλειες αυτές ήταν για τα ασθενέστερα στρώματα, τα οποία σε ελάχιστο χρονικό διάστημα φτωχοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ολική τους περιθωριοποίηση να καθίσταται ένας υπαρκτός κίνδυνος.
Στο διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων και στα πλαίσια των μέτρων, τα οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 25% του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη ανεργία ξεπέρασε το 27% του ενεργού πληθυσμού, για να γίνει καταστροφική για τους νέους/ες έως 26 ετών, στις τάξεις των οποίων ξεπέρασε το 60%. Όλες αυτές οι απώλειες, και άλλες πολλές, ανάγονται στο τεράστιο δημόσιο χρέος, το οποίο στην εποχή την «ευημερίας» (1982-2008) οι κυβερνήσεις, και υπό την πίεση οργανωμένων συμφερόντων, των πολυθρύλητων συντεχνιών, το έφτασαν περίπου στο 120% του ΑΕΠ. Από το σημείο αυτό και πέρα η εξυπηρέτησή του κατέστη αδύνατη, αφού η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας εξαφάνισε τα αναγκαία πλεονάσματα για την αποπληρωμή των τόκων, ενώ τα ελλείμματα που δημιουργούνταν αύξαναν τις ανάγκες δανεισμού και αυτές με τη σειρά τους το δημόσιο χρέος. Ενώπιον αυτού του φαύλου κύκλου η δραστική παρέμβαση της Τρόικας με την παροχή δανείων στην Ελλάδα ύψους περίπου 350 δισεκατομμυρίων Ευρώ συνοδεύτηκε από όρους, οι οποίοι επιδεινώνονταν για να καταντήσουν επαχθείς όσο τα πολιτικά κόμματα αρνιόνταν πεισματικά στην πράξη να τους εφαρμόσουν, παρά το γεγονός ότι τυπικά τους είχαν αποδεχθεί.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, στην αδυναμία δηλαδή του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του (αλλά και της ελληνικής κοινωνίας) να αποδεχθεί μέτρα ριζοσπαστικού χαρακτήρα, θα πρέπει τελικά να αναζητηθούν οι αιτίες της βαθειάς κρίσης στην οποία έχουμε οδηγηθεί και στην αδυναμία μας μέχρι στιγμής να την ξεπεράσουμε. Στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος έχει καταγραφεί η βεβαιότητα ότι στη σημερινή κατάσταση οδηγηθήκαμε από πράξεις και παραλείψεις των πολιτικών, σε κάθε περίπτωση των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), και ότι τα οδυνηρά οριζόντια μέτρα που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση της κρίσης μας έχουν επιβληθεί από τους δανειστές μας που κερδοσκοπούν σε βάρος μας. Το ότι αυτή η εξήγηση γίνεται σταδιακά αποδεκτή από την πλειονότητα του εκλογικού σώματος φαίνεται όχι μόνο από τη σύνθεση της τωρινής βουλής, στην οποία τα λεγόμενα «αντιμνημονιακά κόμματα» ποσοτικά υπερτερούν, αλλά και από τις συνεχείς δημοσκοπήσεις, στις οποίες καταγράφεται αύξηση των ποσοστών των αντιδημοκρατικών και αντισυστημικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα τη φιλοναζιστική Χρυσή Αυγή.
Από την άλλη μεριά καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες της δημοσιοποίησης ντροπιαστικών περιπτώσεων διαφθοράς από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το θέμα της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, γενικά της άρνησης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού να εκπληρώσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του έναντι της κοινωνίας, μας απασχολεί καθημερινά, ενώ σε περιόδους σαν και αυτή που ζούμε τώρα βλέπουμε ομάδες πολιτών που αποδεδειγμένα κινούνται και δρουν εκτός των νόμων να προκαλούν με την σπάταλη και ανομική συμπεριφορά τους. Εάν κάτι μας έχει γίνει συνείδηση τα τελευταία χρόνια είναι το οδυνηρό γεγονός ότι ζούμε σε καταστάσεις παρατεταμένης ανομίας. Μιας κατάστασης που έχει διεισδύσει σε τέτοιο βαθμό στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ώστε πολλές φορές να μας φαίνεται δικαιολογημένη και αναγκαία, αφού έτσι «κλέβουμε τους κλέφτες».
Όμως σχετικά δικαιολογημένα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι όλα αυτά τα θλιβερά φαινόμενα δεν αποτελούν τις πραγματικές αιτίες της υπαρξιακής κρίσης στην οποία έχουμε περιέλθει. Αυτό είναι σωστό και εν συντομία θα ήθελα να δείξω τι σημαίνει και ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των φαινομένων.
Σε ανύποπτο χρόνο και αξιοποιώντας την επιστημονική βιβλιογραφία είχα καταλήξει στη διαπίστωση ότι μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας στην ελληνική κοινωνία συγκρούνται αφανείς συμμαχίες, τις οποίες είχα ονομάσει «διανεμητικές συσπειρώσεις». Μικρές στην αρχή ομάδες κατακτούσαν στην πολιτική, στη διοίκηση, στην οικονομία ή όπου αλλού μια αποφασιστική θέση που τους επέτρεπε να επηρεάζουν και να ελέγχουν προς όφελός τους τις εξελίξεις που τους ενδιέφεραν. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι συσπειρώσεις εξελίχθηκαν σε οργανωμένες και πολλές φορές πολυπληθείς ομάδες που απέκτησαν τέτοια δύναμη ώστε να καταστεί αδύνατη η λήψη οποιασδήποτε απόφασης ή μέτρων της κυβέρνησης ή ενός άλλου θεσμού που δεν θα τις εξυπηρετούσε. Αυτές οι ομάδες αργότερα ονομάστηκαν «συντεχνίες» και απέκτησαν μια τόσο ισχυρή θέση ώστε να εξελιχθούν σε ομάδες αρνησικυρίας. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει στον τομέα τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους και έτσι γινόταν συνήθως αυτό που οι ίδιες ήθελαν και το προκαλούσαν. Σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα στην περίοδο της λαϊκιστικής κυριαρχίας (δεκαετία 1980) η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, προπάντων όμως ο δημόσιος τομέας, διαβρώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τις συντεχνίες, ώστε κάθε ιδέα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης να ακυρώνεται εν τη γενέση της. Αν υπάρχει κάτι το χειροπιαστό που αποτρέπει την εφαρμογή μέτρων τα οποία δρομολογούν διαδικασίες που ανοίγουν την αγορά στον ανταγωνισμό, εξορθολογίζουν τις συναλλαγές, επιβάλλουν αξιοκρατικές επιλογές, αυξάνουν την εισπρακτική ικανότητα του κράτους και άλλα πολλά αναγκαία, είναι αυτές οι συντεχνίες που αντιστέκονται και πολλές φορές μέχρι τώρα με επιτυχία ακυρώνουν όλα τα προαναφερθέντα. Το ελληνικό κράτος δεν είναι σε θέση ούτε και από τους αποδεδειγμένα ακατάλληλους, τους απατεώνες, τους κατ’ευφημισμό «επιόρκους» να απαλλαγεί. Το κράτος είναι δέσμιο τόσο πολλών «ακυρωτικών» διαδικασιών τις οποίες οι συντεχνίες στη διάρκεια δεκαετιών επέβαλαν, ώστε να αδυνατεί να αλλάξει «κεκτημένα συμφέροντα» και να επιβάλλει το νόμο. Από την άλλη μεριά είναι οι πολιτικοί, είναι η ίδια η διοίκηση, που ελέγχονται από τις συντεχνίες αυτές και καθυστερούν, διστάζουν, ολιγωρούν, αφού είναι αυτοί, πολιτικοί και διοίκηση, που συνέβαλαν στη δημιουργία όλων αυτών των καταστάσεων και τώρα αδρανούν σκεπτόμενοι το «πολιτικό κόστος». Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα στερείται της αναγκαίας τόλμης λήψης των κατάλληλων μέτρων και για το λόγο ότι από τη στιγμή που θα αποφασίσει να τα λάβει και να τα επιβάλει θα είναι τα άλλα κόμματα: της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης που θα αντισταθούν, θα συμπαρασταθούν στις συντεχνίες και θα υποσχεθούν να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, να επανορθώσουν τις «αδικίες», ελπίζοντας στην προσέλκυση ψήφων για την κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο κινείται, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, η ελληνική πολιτική και από αυτόν τον φαύλο κύκλο πρέπει να βγούμε εάν θέλουμε η χώρα μας να μπει σε έναν ευρωπαϊκό δρόμο ανάπτυξης απαλλαγμένη από τις αμαρτίες του παρελθόντος.
Είναι αλήθεια ότι τα Μνημόνια, το πρώτο και το δεύτερο, επέβαλαν μέτρα τα οποία δεν βοηθούν τη γρήγορη έξοδο από την κρίση. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις επιδεινώνουν την κρίση και καθυστερούν την έξοδο από αυτήν, όπως δείχνουν οι δείκτες μείωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Οι Τροϊκανοί έχουν παραδεχθεί ότι έκαναν λάθη. Αλλά πώς προέκυψαν αυτά τα λάθη; Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ομολόγησε ότι από την πλευρά της Τρόικας έγιναν μεν λάθη, αυτά όμως οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό σε έλλειψη έγκυρης πληροφόρησης και των απαραίτητων στοιχείων από τη μεριά των ελληνικών κυβερνήσεων. Είπε μάλιστα ότι «ορισμένες αποφάσεις είχαν ληφθεί τότε στη βάση πληροφοριών, οι οποίες ήταν είτε ελλιπείς είτε εσφαλμένες είτε παραπλανητικές» (εφημ. Καθημερινή, 9 Ιουλίου 2013). Και εδώ θα πρέπει να σταθούμε και να σκεφτούμε τις ευθύνες μας ως κράτος, ως κοινωνία, ως πολίτες. Στη διεθνή γλώσσα χρησιμοποιούν από καιρό την απαξιωτική μεταφορά «Greek statistics» όταν θέλουν να παραπέμψουν στην ανεπίτρεπτη απόκρυψη ή αλλοίωση στοιχείων που αφορούν στις οικονομικές δραστηριότητες κράτους και οργανισμών. Οι ελληνικές υπηρεσίες διέπρεψαν στο παρελθόν στην απόκρυψη τέτοιων στοιχείων. Στην περίπτωση της προετοιμασίας των Μνημονίων και από ελληνικής πλευράς έχει καταγγελθεί το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφευγαν να δώσουν στην Τρόικα τις απαιτούμενες πληροφορίες, ενώ επιπλέον απείχαν από την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων στη σύνταξη του πρώτου Μνημονίου επειδή στερούνταν ιδεών. Όταν δεν προτείνεις τίποτα, γράφει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τ. Γιαννίτσης, “ πρέπει να αποδεχθείς τα πάντα”.
Τώρα πια έχουμε φθάσει στα άκρα. Η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της έχει χωριστεί σε δύο ετερόκλητα και αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ανομολόγητα ή ομολογημένα ορισμένοι προσβλέπουν σε ένα άλλο σύστημα, με κοκκινωπές ή φαιές αποχρώσεις. Άλλοι αλλοιθωρίζουν προς εξωπραγματικές λύσεις που κάπου αλλού είδαν προσωρινά να εφαρμόζονται και άλλοι ονειρεύονται την Ελλάδα επικεφαλής μιας διεθνούς αντικαπιταλιστικής συμμαχίας! Και ενώ στη μια πλευρά, την αντιμνημονιακή, συνωστίζονται ιδέες και δυνάμεις των οποίων το μόνο κοινό στοιχείο είναι η αντίθεσή τους στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, στην άλλη πλευρά στην οποία βρίσκονται τα κυβερνητικά κόμματα και εκεί οι διαθεσεις απέναντι στις λύσεις που η Τρόικα χωρίς εμάς μας έχει επιβάλει μάλλον αμφίσημες είναι. Οι περισσότεροι υπουργοί των τελευταίων κυβερνήσεων αρνούνται στην πράξη να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα, ενώ πολλές φορές λύσεις που και αυτοί οι ίδιοι υιοθετούν προσπαθούν να τις φορτώσουν στην Τρόικα εντείνοντας  με τον τρόπο αυτό τη δυσπιστία του ελληνικού λαού σε λύσεις που οι εκπρόσωποί του δεν έχουν το θάρρος να υποστηρίξουν δημόσια.
Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που μας επιβάλλει να κάνουμε ρήξεις, να κάνουμε την ανάγκη αρετή. Εδώ που είμαστε φτάσαμε κυρίως με δικές μας πράξεις και παραλείψεις· από την αδυναμία μας να συνδυάσουμε ορθολογικά παραγωγή και κατανάλωση, από μια άπληστη διάθεση του “εδώ και τώρα”, με αποτέλεσμα την επικράτηση συντεχνιακών συμφερόντων και την έξαρση της διαφθοράς.
Όσο επώδυνα κι αν αποδείχθηκαν τα μέτρα που συμφωνήσαμε να αποδεχθούμε, θα πρέπει να τα εφαρμόσουμε μέχρι τέλους. Ανεξάρτητα από την επιτυχία (μερική ή ολική) που θα έχουν ένα νομίζω ότι θα μας βοηθήσει να δρομολογήσουμε: να απαλλαγούμε από αυτόν τον κυκεώνα των συμφερόντων μικρών και μεγάλων ομάδων που έχουν καταντήσει βρόχος στο λαιμό της ελληνικής κοινωνίας και την εμποδίζουν να πάρει τις αναγκαίες αποφάσεις που ευνοούν τους πολλούς και βλάπτουν τις συντεχνίες.




Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Πώς φτιάχτηκαν τα οχυρά του εξτρεμισμού;


Βασιλική Γεωργιάδου και Λαμπρινή Ρόρη

 (δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το Βήμα, 17.11.2013, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=539945)

Η περίοδος από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έως τις συλλήψεις του αρχηγού και στελεχών της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) συνοδεύτηκε από την πεποίθηση ότι η συγκυρία ήταν πρόσφορη για την αποδυνάμωση της εξτρεμιστικής οργάνωσης. Οι αρχικές ενδείξεις δημοσκοπικής πτώσης της ακολουθήθηκαν από τη σταθεροποίησή της στην κοινή γνώμη. Αυτή η παραδοξότητα τροφοδοτεί πληθώρα συζητήσεων, οι οποίες αναφέρονται στην ιδεολογική εγγύτητα των υποστηρικτών της με την οργάνωση, στην προσέγγισή τους με όρους κοινωνικής ψυχολογίας και στο ρόλο της κρίσης ως παράγοντα εξτρεμιστικής κινητοποίησης. Ωστόσο έχει υποτιμηθεί η σημασία της στρατηγικής που η ΧΑ ακολούθησε προκειμένου να αναδειχθεί στην πολιτική σκηνή, καθώς και οι συνθήκες πολιτικής θυματοποίησης που δημιουργούνται μετά τις δολοφονίες των Γιώργου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη.
Ακολουθώντας μια συνήθη πρακτική για τα κόμματα του δεξιού εξτρεμισμού, η ΧΑ επέλεξε τη στρατηγική της δημιουργίας οχυρών, προκειμένου να αποκτήσει κοινωνικές συνδέσεις και ορατότητα σε περιοχές, στις οποίες καταρχάς συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και ανέπτυξε τις δραστηριότητές της. Τι είδους οχυρά δημιουργεί η ΧΑ και ποια η λειτουργικότητά τους για την εξάπλωση της επιρροής της; Η επιτόπια έρευνα μάς επιτρέπει να διατυπώσουμε ορισμένες προκαταρκτικές απαντήσεις στα ερωτήματα.
Ο πρώτος τύπος οχυρού προκύπτει από το συνδυασμό βίαιου ακτιβισμού και προσφοράς «νατιβιστικών» υπηρεσιών «προστασίας» σε τοπικό επίπεδο. Η ΧΑ επιλέγει περιοχές όπου λόγω ειδικών προβλημάτων ή προηγούμενης ιδεολογικοπολιτικής εγγύτητας με τμήματα ψηφοφόρων, το έδαφος εμφανίζεται πρόσφορο για την ανάπτυξη ενός ρεπερτορίου δράσεων. Η γνωστότερη περίπτωση που ταιριάζει σε αυτόν τον τύπο οχυρού είναι εκείνη του Αγίου Παντελεήμονα. Η υποβάθμιση της περιοχής, σε συνδυασμό με την υπερσυγκέντρωση μεταναστών το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 και την αυξημένη εγκληματικότητα εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των περιστατικών ληστειών και διαρρήξεων μεταξύ 2006 και 2010, αποτέλεσαν ικανές συνθήκες προκειμένου να διεισδύσει η οργάνωση σε γειτονιές του Αθηναϊκού κέντρου. Η ΧΑ διαπλέκεται με επιτροπές κατοίκων του 6ου δημοτικού διαμερίσματος, πολώνει το κλίμα μεταξύ των αντίπαλων πλευρών και αυτοανακηρύσσεται σε «προστάτη» των γηγενών. Κατορθώνει έτσι να αποκτήσει εγγύτητα με τον τοπικό πληθυσμό, να στρατολογήσει ακτιβιστές και να προβάλλει στελέχη της, να θέσει ζητήματα στη δημόσια αντζέντα, με ένα κομμάτι της τοπικής κοινωνίας να παρακολουθεί ως θεατής και ένα άλλο να μετέχει στον πυρήνα των πρωτοβουλιών της οργάνωσης προκειμένου αυτή να «καθαρίσει» την περιοχή από τους μετανάστες. Με τον τρόπο αυτό η ΧΑ μετατρέπει το οχυρό σε ορμητήριο για την εξάπλωσή της στην επικράτεια.
Σε λαϊκές γειτονιές της Β’ Πειραιώς οικοδομείται ένας δεύτερος τύπος οχυρού: εδώ η οργάνωση δεν διασυνδέται απευθείας με την τοπική κοινωνία, αλλά «στήνει ενέδρα» στα ευάλωτα στρώματα εργατικής προέλευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η κοινωνική ανέχεια των οποίων τα αποκολλούν από τα παραδοσιακά τους στηρίγματα. Αν εξετάσει κανείς τα εκλογικά δεδομένα του 2012, θα διαπιστώσει ότι η άνοδος της ΧΑ ακολουθεί την πτώση του ΚΚΕ. Στη Β΄ Πειραιώς (Πέραμα, Κερατσίνι, Δραπετσώνα) ένα φαινόμενο εγχώριου «εργατολεπενισμού» βρίσκεται σε εξέλιξη: ό,τι συνέβη στη Γαλλία με το Εθνικό Μέτωπο τη δεκαετία του 1990, όταν εκλογείς με γνωρίσματα ψηφοφόρου της αριστεράς πέρασαν στην ακροδεξιά. Ο ίδιος τύπος δημιουργίας οχυρού δια μέσου «ενέδρας» εμφανίζεται σε περιβάλλοντα ευάλωτων μεσοστρωμάτων, η ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των οποίων συνεπάγεται τη διάλυση των πελατειακών τους σχέσεων με το κομματικό κράτος. Μετά το 2010 η ΧΑ βρίσκει το έδαφος πρόσφορο και εισχωρεί προοδευτικά σε επαγγελματικές ενώσεις δικηγόρων, οδηγών ταξί, λεωφορείων, φορτηγών και μικροπωλητών, ενώ κεκαλυμμένα είχε διεισδύσει στον (διαλυθέντα) κλάδο των δημοτικών αστυνομικών. Από τους χώρους αυτούς αντλεί υποστηρικτές, ψηφοφόρους και ακτιβιστές με διασυνδέσεις στην κοινωνία.
Αντίθετα, τα Πανεπιστήμια αποτελούν μέχρι στιγμής για τη ΧΑ την πιο γνωστή περίπτωση αποτυχίας δημιουργίας οχυρού. Οι προσπάθειές της να διεισδύσει στο φοιτητικό συνδικαλισμό, είτε μέσω συμμετοχής της σε εκλογές φοιτητικών συλλόγων είτε φορώντας το μανδύα «ανεξάρτητης» παράταξης, δεν απέδωσαν καρπούς. Οι αιτίες της αποτυχίας μπορούν να αναζητηθούν στις θεσμικές προδιαγραφές της πολιτικής συμμετοχής στα ΑΕΙ: τα καταστατικά των φοιτητικών συλλόγων απαγορεύουν τη συμμετοχή παρατάξεων με «φασιστικές πεποιθήσεις», όπως ρητά αναφέρεται, γεγονός που δημιουργεί ένα cordon sanitaire στην εξάπλωσή της ΧΑ στην ανώτατη εκπαίδευση. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έχει παίξει η ισχυρή παρουσία αριστερών και δεξιών παρατάξεων εντός των ΑΕΙ, που λειτούργησαν σαν φόβητρο, αποτρέποντας ενδεχόμενη δικτύωση της ΧΑ στον φοιτητικό πληθυσμό.
Το περιβάλλον της κρίσης δημιουργεί ευκαιρίες για την άνοδο των εξτρεμιστών στην πολιτική σκηνή, το ίδιο όπως και η διαδραστικότητα της βίας. Το τελευταίο αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά τις τρεις δολοφονίες στις οποίες ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού εμπλέκεται από την πλευρά του θύτη και του θύματος. Η ΧΑ αξιοποιεί συστηματικά όλες τις ευκαιρίες για την είσοδο και την παραμονή της στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι κατακερματισμένες δυνάμεις της μέχρι το 2009 και οι περιορισμένες οργανωτικές της δυνατότητες λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά όταν συγκεντρώθηκαν στα οχυρά της, η εδραίωσή των οποίων υποβοήθησε την εξακτίνωση της οργάνωσης στην επικράτεια.

Οι θεσμοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντα αναχαίτισης της δύναμής της και περιορισμού της μέσα στα κάστρα της. Αυτά μπορεί να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα μόνο αν ανανεώνονται με υποστήριξη από τα έξω. Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, εφόσον ολοκληρωθεί, μπορεί να λειτουργήσει ως θεσμικό ανάχωμα απέναντι στη ΧΑ. Όμως χρειάζεται να υπάρξουν περισσότερα τέτοια αναχώματα, τα οποία θα κλείσουν τις στρόφυγγες τροφοδοσίας της οργάνωσης και θα συρρικνώνουν την κοινωνική της επιρροή.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Πρόληψη και αντιμετώπιση του εξτρεμισμού

Συζητάμε για τον εξτρεμισμού, αλλά πολύ λιγότερο για το πώς θα τον περιορίσουμε.
Βρισκόματε ακόμη στο διαπιστωτικό και περιγραφικό στάδιο, αλλά απέχουμε αρκετά από την εκπόνιση στρατηγικών που βάζουν φρένο στην εξάπλωσή του.
Κάνω αυτές τις σκέψεις διαβάζοντας την έρευνα με τίτλο Strategien gegen Rechtsextremismus (Στρατηγικές εναντίον του δεξιού εξτρεμισμού) που εξέδωσε το Ίδρυμα Bertelsmann το 2010. Είχε προηγηθεί το πρώτο κύμα της το 2005, που στόχο είχε να προτείνει τρόπους για την καλλιέργεια της ανεκτικότητας και την υπέρβαση των διακρίσεων σε μια εποχή που η άνοδος της επιρροής του φιλοναζιστικού NPD στη Γερμανία, σε περιοχές της πρώην DDR, είχε προκαλέσει ανησυχίες.
Οι τομείς της σχολικής εκπαίδευσης και της μαζικής ενημέρωσης ήταν τα δύο πεδία στα οποία προσανατολίστηκαν αρχικώς οι αναλύσεις. Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν επικεντρώθηκαν αφενός στην ανάγκη ανακατεύθυνσης των προγραμμάτων σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αφετέρου στην ευαισθητοποίηση των μέσων ενημέρωσης, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η μαζική παρουσία μεταναστών και ο διευρυνόμενος πολιτισμικός πλουραλισμός στην καρδιά της Ευρώπης.
Ο δεύτερος τόμος ήταν εξ αρχής προσανατολισμένος στην πράξη: δεν επιδιωκόταν απλώς να υποδειχθούν νέες κατευθύνσεις στη λειτουργία καίριων κοινωνικών υποσυστημάτων (εκπαίδευση, μίντια), αλλά να αναδιαμορφωθούν τα πλαίσια της πολιτικής δράσης. Αυτά χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: εκείνο της πρόληψης και εκείνο της αντιμετώπισης του εξτρεμισμού.
Για την πρόληψη: ό,τι υποκινεί τον εξτρεμισμό (προκαταλήψεις-ρατσισμός-ξενοφοβία, κλειστές κοσμοεικόνες, φόβος-εχθρότητα-μίσος) μπορεί να απαξιωθεί δραστικά εάν μια πλούσια δοσολογία τριβής στην κοινωνική-πολιτισμική ανεκτικότητα δοθεί εγκαίρως σε παιδιά και εφήβους, όταν χτίζονται οι κοινωνικές αναπαραστάσεις και δημιουργούνται τα αξιακά πρότυπα.
Για την αντιμετώπιση: όσο πιο γρήγορα δημιουργηθούν ευκαιρίες κοινωνικής (επαν-)ένταξης σε εκείνους που πολιτισμικές, οικονομικές ή άλλες αιτίες τους έχουν οδηγήσει στο περιθώριο, τόσο ο εξτρεμισμός θα αποδυναμώνεται ως μέσον επίλυσης διαφορών και διαχείρισης των αντιθέσεων.
Τα μέσα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του εξτρεμισμού δεν είναι μαγικά και τα αποτελέσματά τους εκδηλώνονται με αργούς ρυθμούς. Αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει, καθώς δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πρόταση. Εκείνοι που βιάζονται για άμεσα αποτελέσματα, που επιλέγουν «δυναμικές» απαντήσεις υποσχόμενοι «εξαΰλωση» των εξτρεμιστών, απλώς διαβρώνουν τα θεμέλια της δημοκρατικής συνύπαρξης και ακυρώνουν ό,τι θετικό θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή και να αποδώσει καρπούς στο μέλλον.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (16/11/2013, στήλη: Βιβλιοστάτες), http://www.efsyn.gr/?p=150267

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Στην αυλή της Μαρίν Λεπέν. Πανευρωπαϊκή δικτύωση των αντιευρωπαϊστών ante portas;


Ολόκληρο το κείμενο στη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ,
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=23853&mra=yes


Διαβάσαμε για την πρώτη θέση της Μαρίν Λεπέν σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των δημοτικών εκλογών στη Γαλλία που θα γίνουν την άνοιξη του 2014 αλλά και των Ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου. Το ενδιαφέρον των δημοσκοπικών δεδομένων δεν βρίσκεται μόνο στην πρωτιά του Εθνικού Μετώπου (FN) όσον αφορά την πρόθεση ψήφου των Γάλλων εκλογέων, αλλά προπάντων στα στοιχεία που καταδεικνύουν μια διευρυνόμενη διείσδυσή του σε ψηφοφόρους απ’ άκρου εις άκρον του κομματικού φάσματος: το FN ιδεολογικά θεωρείται πλέον ότι βρίσκεται εγγύτερα σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό ψηφοφόρων του UMP αλλά και του Αριστερού Κόμματος του Ζ.-Λ. Μελανσόν, ενώ παράλληλα επεκτείνεται η απήχησή του σε νέους, σε εργάτες και σε χαμηλά μεσαία στρώματα δημιουργώντας κατ’αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις εκλογικής μεταστροφής ψηφοφόρων και από τα δεξιά και από τα αριστερά του κομματικού φάσματος προς το FN.
Αν θελήσουμε να διερευνήσουμε τις πιθανές αιτίες αυτής της μεταστροφής θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός, ότι μία από τις κύριες ιδιότητες της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς υπήρξε εξ αρχής  η προσαρμοστικότητά της σε επίπεδο ρητορικής, προγραμματικού προσανατολισμού και δράσης σε διακυβεύματα που δικαιώνουν το περιεχόμενο της πολιτικής διαμαρτυρίας, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται σε κάθε χρονικό σημείο-καμπή της μεταπολεμικής εποχής.
Το πρώτο από αυτά τα σημεία ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν ο εκσυγχρονισμός στην οργάνωση και στις σχέσεις παραγωγής κινητοποίησαν τα παλιά μικροαστικά στρώματα κατά των αλλαγών αυτών. Μια τέτοια κινητοποίηση εκφράστηκε στη Γαλλία στη δεκαετία του ’50 με την υποστήριξη των λαϊκιστών του Πιέρ Πουζάντ (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο Ζ.-Μ. Λεπέν) και στην Ιταλία με την πρόσκαιρη στροφή εκλογέων στο «Μέτωπο του απλού ανθρώπου»  του Γκουλιέλμο Τζιανίνι. Πρόκειται για δύο λαϊκιστικά επεισόδια που δημιουργούν μια παράδοση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συντηρείται μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο χρονικό σημείο-καμπή ήρθε μερικές δεκαετίες μετά, όταν με την μετάβαση στον μεταβιομηχανισμό οργανώθηκε μια νέα λαϊκιστική κινητοποίηση «των χαμένων»: εκείνων δηλαδή των παραγωγικών ομάδων των αυτοαπασχολουμένων, των υπαλληλικών στρωμάτων της αγοράς, των μικροεπιχειρηματιών, κ.λπ., που επωμίζονταν σημαντικό κόστος των αλλαγών για την ενίσχυση του κράτους-πρόνοιας, είχαν όμως μικρή συμμετοχή στα ωφελήματα από αυτήν την μεταβολή. Η δυσφορία και η πολιτική διαμαρτυρία τους εκφράστηκε σε χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά με την υποστήριξη νεόκοπων κομματικών σχηματισμών, όπως ήταν τα Κόμματα της Προόδου στη Δανία και τη Νορβηγία, τα οποία λειτούργησαν ως συλλέκτες και ενισχυτές αυτής της αντικρατικής και αντιφορολογικής διαμαρτυρίας που επιπλέον διέθετε ένα κάποιο υπόβαθρο εθνικο-πολιτισμικής κλειστότητας, εξού και η κατηγοριοποίησή τους στον πόλο της άκρας δεξιάς.
Το τρίτο χρονικό σημείο-καμπή ταυτίζεται με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την επίταση των διεργασιών της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης· αλλιώς, η κρίση ταυτοτήτων και τα αισθήματα ανασφάλειας που τη συνοδεύουν δημιουργούν ιδεολογικο-πολιτικούς αναπροσανατολισμούς και νέες ευκαιρίες για την άκρα δεξιά που διεισδύει στο κοινό της Αριστεράς. Οι Γάλλοι στη δεκαετία του 1990 μίλησαν πρώτοι για το φαινόμενο του «εργατολεπενισμού» επισημαίνοντας τις επιτυχίες του Λεπέν στα δοκιμαζόμενα στην αγορά εργασίας «μπλε κολάρα». Ο εθνικο-λαϊκισμός της δεκαετίας του 1990 και του 2000 ευνόησε εξαιρετικά τα μορφώματα μιας ριζοσπαστικής άκρας δεξιάς, που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευλύγιστα στις ασκήσεις προσαρμογής που επέβαλε η εποχή. Οι ακροδεξιοί, από μέχρι τότε πολέμιοι του κράτους μετατράπηκαν σε υπέρμαχούς του και από οπαδοί μιας λελογισμένης εθνικο-πολιτισμικής κλειστότητας έγιναν σκληροί οπαδοί της εθνικής προτεραιότητας και του «κοινωνικού κράτους των γηγενών». Η εναντίωση στη μετανάστευση και λίγο αργότερα η πολεμική ειδικώς απέναντι σε μετανάστες Μουσουλμάνους και το Ισλάμ έβαλε τη σφραγίδα της στην Ευρωπαϊκή άκρα δεξιά από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο ήταν ο μπροστάρης αυτού του ρεύματος, μαζί με συγγενή μορφώματα του χώρου από την Αυστρία, τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ελβετία, την Ολλανδία, την Ιταλία, το Βέλγιο, που είδαν τη δύναμή τους να εκτινάσσεται σε ποσοστά και την επιρροή τους να αποκτά πολυσυλλεκτικά χαρακτηριστικά την πρώτη μετακομμουνιστική εποχή.

Σήμερα, το σκηνικό της χρηματοπιστωτικής κρίσης και η δυσκολία της ΕΕ να απαντήσει αποτελεσματικά σε αυτό δημιουργούν ένα νέο παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για την άκρα δεξιά. Η Μαρίν Λεπέν είναι η πρώτη που άδραξε την ευκαιρία: έβγαλε (για πόσο άραγε;) από το κεντρικό μοτίβο του κομματικού κάδρου την πολεμική στη μετανάστευση, όπως και την αντισημιτική προκατάληψη και πρόσθεσε σε αυτό την εικόνα μιας προβληματικής, αμήχανης, αργής και αναποτελεσματικής Ευρώπης. Το έδαφος στην κοινωνία ήταν ήδη γόνιμο και τα εκλογικά κέρδη πιθανώς να αποδειχθούν σίγουρα, εάν η αντιευρωπαϊκή στάση συμπληρωθεί από μια κατάλληλη λαϊκιστική ρητορική  που να δημιουργεί μέτωπα και να δικαιώνει προϋπάρχουσες σχάσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης.