"Η ενδυνάμωση του ακροδεξιού χώρου συνέπεσε χρονικά με τις εκδηλώσεις της πρώτης μεγάλης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης στις ευρωπαϊκές χώρες και τις μεταβολές που συντελέστηκαν στην παραγωγική δομή (συρρίκνωση της βαριάς βιομηχανίας και ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα) και στην κοινωνική δομή των βιομηχανικών χωρών (διεύρυνση των υπαλληλικών στρωμάτων, αλλά και μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας). Η εγκατάσταση της άκρας δεξιάς στο προσκήνιο της πολιτικής συνδυάστηκε με τις δυσκολίες των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης να αντιμετωπίσουν τις μεταβολές αυτές: δηλαδή να προσαρμόσουν το ισχύον μοντέλο διακυβέρνησης στα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, τα οποία επέβαλαν στην πολιτική ημερήσια διάταξη καινούργια διακυβεύματα και δημιούργησαν νέες διαιρέσεις στην κοινωνική δομή. Η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου οι παραδοσιακές πολιτικές και κομματικές δυνάμεις να αντιστοιχηθούν στα όχι πλέον με τους όρους των ιστορικών κοινωνικο-πολιτισμικών σχάσεων ταξινομήσιμα κοινωνικά ζητήματα που αναδεικνύονταν στη μεταβιομηχανική εποχή.
Ενώ, λοιπόν, η σύγκλιση σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, καθώς και ο συμβιωτισμός, η συνεργασία και η συναίνεση των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων ήταν το κατ’εξοχήν γνώρισμα στις διαπραγματευτικές δημοκρατίες εκείνης της εποχής, η νέα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα απαιτούσε περισσότερο διακριτές πολιτικές θέσεις, μεγαλύτερη διαφοροποίηση των κομμάτων μεταξύ τους και ανταπόκρισή τους στις διαθέσεις και τα αιτήματα των εκλογέων. Κατακλυσμένα από το άγχος, ώστε η οικονομική ύφεση και οι κοινωνικές αλλαγές να μην δημιουργήσουν θεσμικά αδιέξοδα (ακυβερνησία) και πολιτικές ανατροπές (ασυμετρία στη δύναμη των κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων), τα κόμματα και οι παράγοντες της διακυβέρνησης κράτησαν αμυντική στάση απέναντι στις νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και έδειξαν αμηχανία στην αντιμετώπιση του κλίματος πολιτικής διαμαρτυρίας και των πολυσυλλεκτικού περιεχομένου κοινωνικο-πολιτικών αιτημάτων που συνόδευαν τις εκφράσεις αυτές. Μάλιστα, οι δυνάμεις της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης συνέκλιναν κι άλλο μεταξύ τους, αφήνοντας χώρο στην άκρα δεξιά (όπως και σε άλλα νέα κομματικά μορφώματα του αριστερού φάσματος) να αναδειχθεί στην κομματική και την κεντρική πολιτική σκηνή. Η συνεχιζόμενη σύγκλιση και συναίνεση σε μια συγκυρία οικονομικής ύφεσης και κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών έφερε τα κόμματα αντιμέτωπα τόσο με την παραδοσιακή εκλογική βάση τους, η οποία αισθανόταν εγκαταλελειμμένη από αυτά, όσο και με τους κομματικά αδέσμευτους και τους θεματοκεντρικά προσανατολισμένους εκλογείς, οι οποίοι ένιωθαν παραγνωρισμένοι από τα κόμματα της διακυβέρνησης συνολικά. Με τη στάση τους αυτή, όμως, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης είχαν εκλογικές απώλειες από παντού, ενώ τα ακροδεξιά κόμματα άρχισαν να εμφανίζουν εκλογικά κέρδη σχεδόν από παντού.
Με άλλα λόγια, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση εκδήλωσης των αλλαγών που έφερε μαζί της η μεταβιομηχανική εποχή, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης παρέμειναν προσηλωμένα στο ρόλο τους ως κομμάτων της πολιτικής προσφοράς, παρότι είχε διαβρωθεί η κοινωνική βάση τους, όπως επίσης ό,τι δικαιολογούσε την υπόστασή τους ως κομμάτων της προσφοράς. Χρησιμοποιώντας ιδέες από μια περιγραφή του Thorsen, η οποία αναφέρεται στη σταθερότητα της πολιτικής ζωής μέσα στα περιβάλλοντα των διαπραγματευτικών δημοκρατιών, θα επαναδιατυπώναμε τα παραπάνω ως εξής: Την ύστερη μεταπολεμική περίοδο, το πολιτικό τοπίο στα συστήματα της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης είχε αποσταθεροποιηθεί, τα κυρίως στοιχεία του όμως παρέμεναν αγκυλωμένα στις θέσεις τους. Κατά το παρελθόν, σύμφωνα με τον Thorsen, η σταθερότητα του πολιτικού τοπίου απεικόνιζε την πραγματική κατάσταση του λαού – τα οικονομικά συμφέροντά του επενδυμένα με κοσμοαντιλήψεις, ιστορικές παραδόσεις και τρόπους θέασης των κοινωνικών ζητημάτων. Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού τοπίου ήταν το αποτέλεσμα αλλαγών στην, κατά Thorsen, πραγματική κατάσταση του λαού. Η αποσταθεροποίηση αυτή, σε συνδυασμό με την αμετάβλητη συμπεριφορά των στοιχείων του πολιτικού τοπίου (κομμάτων, πολιτικής ελίτ), άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς. Η πολιτικο-εκλογική ισχυροποίησή της επιφέρει εν τέλει ό,τι οι υπόλοιπες δυνάμεις μάχονταν να αποφύγουν: ανατροπές στο κομματικό σύστημα και κρίση στο σύστημα της διακυβέρνησης."
Η εικόνα από το εξώφυλλο της αυστραλιανής έκδοσης (Penguin Books) του βιβλίου του P. Krugman, The Return of Depression Economis.
Το κείμενο από το βιβλίο μου Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Εκδ. Καστανιώτη, 2008 (σ. 304-6)