Ένα από τα φαινόμενα που μας απασχολεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι εκείνο του πολιτικού και του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Κατ’αρχάς σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της έννοιας, στον επιστημονικό λόγο ο “ριζοσπαστισμός” ταυτίζεται συχνά με τον “εξτρεμισμό” και συνδέεται με την απόρριψη του συνταγματικού κράτους και του πολιτικού συστήματος των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Τους μελετητές του ριζοσπαστισμού έχει απασχολήσει το ερώτημα εάν πρόκειται για ένα ενιαίο φαινόμενο ή εάν εμφανίζεται με δύο κύριες εκδοχές, δηλαδή ως “δεξιός ριζοσπαστισμός” αλλά και ως “αριστερός ριζοσπαστισμός”. Παρότι συνηθέστερα το φαινόμενο μελετάται από τη σκοπιά του δεξιού ριζοσπαστισμού (ή δεξιού εξτρεμισμού), δεν λείπουν οι αναλύσεις στις οποίες διαπιστώνονται ομοιότητες και συγκλίσεις της δεξιάς και της αριστερής εκδοχής του.
Σε μεταβατικές εποχές, όταν συντελούνται κοινωνικοί μετασχηματισμοί και μεγάλες αλλαγές, τότε εμφανίζονται “ρήγματα” στη ζωή των ανθρώπων, καθώς αυτοί δεν μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Συχνά τότε, οι αξίες που τα άτομα πρεσβεύουν, έρχονται σε διάσταση με τα καινούργια αξιακά πρότυπα και ο τρόπος ζωής που αυτά ακολουθούν δεν συμβαδίζει με εκείνον που επικρατεί στα εμφανιζόμενα νέα κοινωνικά περιβάλλοντα. Ο ριζοσπαστισμός αποτελεί “μια κανονική παθολογία” των βιομηχανικών κοινωνιών, ισχυρίστηκαν ο Scheuch και ο Klingemann στην κλασική δημοσίευσή τους με τον τίτλο “Θεωρίες του δεξιού ριζοσπαστισμού στις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες” (1967). Με τη διατύπωσή τους αυτή οι δύο πολιτικοί επιστήμονες θέλησαν να επισημάνουν το πόσο ευάλωτες σε φαινόμενα ριζοσπαστισμού είναι οι νεωτερικές κοινωνίες.
Σε αυτές, τόσο η σύγκρουση παλιών και νέων αξιών, καθώς και του παραδοσιακού με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όσο και η διεύρυνση των προσδοκιών, με την οποία συνοδεύεται κάθε φορά η νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και η συχνή διάψευση των προσδοκιών αυτών, αποτελούν τις αιτίες για τη δημιουργία συναισθημάτων αβεβαιότητας και απογοήτευσης των κοινωνικών υποκειμένων. Για να υπερβούν τα κανονιστικά ρήγματα, την αβεβαιότητα και τις απογοητεύσεις τους, εκείνοι που δεν εμφανίζουν ικανοποιητικές επιδόσεις στη νέα κοινωνική πραγματικότητα καταφεύγουν στη “γνωστική ακαμψία”: υιοθετούν ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα αξιών, σκέψης και προσανατολισμού, δια μέσου του οποίου αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.
Ως “ριζοσπαστισμός” περιγράφεται αυτό ακριβώς το φαινόμενο της καταφυγής στη γνωστική ακαμψία ως μέσου πρόσληψης και αντιμετώπισης της κοινωνικής πραγματικότητας: πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι σύνθετη ως προς τα στοιχεία που τη συγκροτούν, πολύπλοκη ως προς τις λειτουργίες της, πολλές φορές με δυσβάστακτα αποτελέσματα για μεμονωμένα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Η γνωστική ακαμψία και τα κλειστά συστήματα σκέψης και προσανατολισμού, με άλλα λόγια η υιοθέτηση “κλειστών κοσμοεικόνων”, οδηγούν στον εκδογματισμό των πεποιθήσεων και καθιστούν τους φορείς των πεποιθήσεων αυτών επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία, στις προκαταλήψεις, στην εχθρότητα απέναντι στον Άλλο, στην εθνικιστική ιδεολογία, στον αντιπλουραλισμό και τον αντιφιλελευθερισμό.
Η εικόνα από το εξώφυλλο του βιβλίου των Th. Adorno κ.ά., The Authoritarian Personality, 1964