Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Πολιτικά Κόμματα


Απόσπασμα από το άρθρο μου με τίτλο "Πώς γεμίζει η δεξαμενή της άκρας δεξιάς;", δημοσιευμένο στο βιβλίο "Κόμματα και Πολιτική στην Ελλάδα", επιμέλεια Γ. Κωνσταντινίδη, Ν. Μαραντζίδη, Τ. Παππά, Εκδ. Κριτική, 2009.

"Kατά τις δύο και πλέον τελευταίες δεκαετίες ερωτήματα περί της ανανέωσης και του μετασχηματισμού της κομματικής σκηνής στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικο-επιστημονικών αναλύσεων. Ο σχετικός προβληματισμός συμπυκνώθηκε στην όλη γνωστή συζήτηση περί της «αποευθυγράμμισης/αποστοίχισης» (dealignment) και της «επανευθυγράμμισης/επαναστοίχισης» (realignment) των ψηφοφόρων από τα κόμματα. Οι υπέρμαχοι της θέσης της «αποευθυγράμμισης» και της «επανευθυγράμμισης» είναι πολλοί. Ενδεικτικά αναφέρω το συλλογικό έργο των Dalton και Wattenberg (2000), στο οποίο μερικοί από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες των ημερών μας συμπυκνώνουν παλιότερες θέσεις τους και επεξεργάζονται πλούσιο εμπειρικό υλικό υποστηρίζοντας την αποδέσμευση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, τη φθορά των συναισθηματικών, οργανωτικών και ιδεολογικών δεσμών ψηφοφόρων-κομμάτων, την «παρακμή των κομμάτων» και την υποκατάσταση του ρόλου τους από νέες «μη-κομματικές μορφές δράσης», για να χρησιμοποιήσω ορισμένες χαρακτηριστικές διατυπώσεις του Dalton (2000: 23, 32). Ο αντίλογος στις προαναφερθείσες θέσεις έχει, επίσης, προ καιρού διατυπωθεί. Με επιστημονικό πάθος έχει συνεισφέρει στο σχετικό αντίλογο ο Mair (1993), ο οποίος θεωρεί «μύθο» την εκλογική μεταβολή και περισσότερο άξιο μελέτης το φαινόμενο της «ανθεκτικότητας» των παραδοσιακών/«παλιών» κομμάτων στις ώριμες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου.
Ωστόσο, ανάμεσα στις προαναφερθείσες οριακές θέσεις: «παρακμή των κομμάτων» από τη μια μεριά, «μύθος της εκλογικής μεταβολής» από την άλλη, χωρά και μια τρίτη περιγραφή.

Η εκλογική μεταβλητότητα αποτελεί αναντίρρητα ένα σύμπτωμα των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών δημοκρατιών, που έχει εμπειρικά αποτυπωθεί στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα , χωρίς ωστόσο να απολήγει ευθέως η παρατηρούμενη μεταβλητότητα σε ρευστότητα του κομματικού τοπίου. Για να εκφράσω διαφορετικά τις σκέψεις αυτές: μπορεί η εκλογική μεταβλητότητα να μην αποτελεί «μύθο», ωστόσο η αντίληψη ότι η χαλάρωση των συλλογικών (μεταξύ αυτών και των κομματικών) ταυτίσεων οδηγεί σε μεταβολή των πολιτικών και κομματικών προτιμήσεων των ψηφοφόρων, συνιστά μια απλοποίηση. Στην κρίση του περί του «μύθου της εκλογικής μεταβολής» ο Mair μάλλον σφάλλει (την αυξανόμενη εκλογική μεταβλητότητα στις ύστερες μεταπολεμικές δεκαετίες πιστοποιούν με στοιχεία τους και οι Dalton, McAllister και Wattenberg), έχει ωστόσο δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι «εξακολουθούμε να αναστοχαζόμαστε το πολιτικό ως μια λίγο έως πολύ αυτόματη αντανάκλαση του κοινωνικού». Ότι δηλαδή «όταν αλλάζει η κοινωνία υποθέτουμε ότι αλλάζει αυτομάτως και η πολιτική και όταν γίνονται δυσδιάκριτοι οι ταξικοί ή άλλοι κοινωνικοί διαχωρισμοί υποθέτουμε ότι ακολουθεί αναπότρεπτα η εκλογική μεταβολή» (Mair 1993: 129-130). H πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική και ενίοτε πιο σύνθετη, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι πολιτικές διαιρέσεις και οι κομματικές ευθυγραμμίσεις μπορούν να επιβιώσουν των κοινωνικών αιτίων που τις προκάλεσαν, με αποτέλεσμα οι κομματικές ευθυγραμμίσεις των ψηφοφόρων (party alignment) να αποδεικνύονται ανθεκτικότερες από τις κομματικές ταυτίσεις (party identification) του εκλογικού σώματος.


Σε ό,τι αφορά στο ελληνικό κομματικό σύστημα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον κεντροδεξιό και δεξιό πόλο του, ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τη διάταξη των κομματικών δυνάμεων στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, καθώς και τις μεταβολές που συντελούνται στην περιοχή αυτή του κομματικού συστήματος από το 2000 και μετά, όταν στο δεξιό άκρο της κομματικής σκηνής κάνει την εμφάνισή του το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑ.Ο.Σ.). Ήταν η χαλάρωση των κομματικών ταυτίσεων μερίδας των συντηρητικών εκλογέων με τη Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.) ο λόγος που οδήγησε στην ίδρυση ενός κόμματος στα δεξιά της επί του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα ή ήταν η αλλαγή στη στρατηγική αντιμετώπισης του ακροδεξιού κομματικού χώρου εκ μέρους της Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή, συγκριτικά με την αντίστοιχη στρατηγική του ιδρυτή της, η αιτία που δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας αυτοδύναμης παρουσίας του ΛΑ.Ο.Σ. στην κομματική σκηνή; Η διατύπωση του ερωτήματος κατ’αυτό το διαζευκτικό σχήμα κάθε άλλο παρά αποκλείει συνθετικού τύπου απαντήσεις. Με άλλα λόγια, η «κρίση των κομμάτων» και η ιδεολογικο-πολιτική «ομογενοποίηση» των κυβερνητικών κομμάτων μπορεί να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάδειξη νέων κομμάτων: διαμαρτυρίας ή/και ιδεολογικής ακαμψίας.

Αυτή, ωστόσο, η διαπίστωση είναι γενική προκειμένου να εξηγηθεί η κινητικότητα στην κομματική σκηνή, σε περιοχές συνήθως ένθεν και ένθεν των κομμάτων που είναι σε «κρίση» και «συγκλίνουν». Πολλώ μάλλον που τα τελευταία συχνά έχουν επιβιώσει αρκετά καλά σε συνθήκες κρίσης (βλ. Schmidt 1983), ενώ η διεύρυνση της πολυσυλλεκτικότητας έχει οδηγήσει τα κόμματα σε εκλογικούς θριάμβους. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι άλλοτε υπάρχουν περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέων κομμάτων, τα κόμματα που θίγονται από μια ενδεχόμενη διεύρυνση του κομματικού πλουραλισμού ή και από ευρύτερες ανακατατάξεις στο κομματικό σύστημα ποιες στρατηγικές εφαρμόζουν προκειμένου να απαντήσουν σε μια τέτοια νέα πραγματικότητα; Εν τέλει, πώς απάντησε η Ν.Δ. στην πρόκληση που δέχθηκε από τα δεξιά της τόσο κατά την πρώτη περίοδο (κόμματα του «εθνικού χώρου») όσο και κατά την ύστερη περίοδο της μεταπολίτευσης (ΛΑ.Ο.Σ.);"