Max Weber |
Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων την οποία απασχολούν έντονα τα εξής ερωτήματα: ποια είναι τα εθνικά χαρακτηριστικά μας, απειλούνται και από ποιους, πώς θα μπορέσουμε να τα συντηρήσουμε μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο που μας περιβάλλει; Ενώ πρόκειται για ερωτήματα που εκ πρώτης όψεως δείχνουν να αφορούν ζητήματα εθνικού αυτοπροσδιορισμού, να αναφέρονται δηλαδή σε υπαρξιακά ζητήματα για το «ποιοι είμαστε ‘Εμείς’», στην πραγματικότητα ο πυρήνας των ερωτημάτων αυτών αφορά την ανάγκη αποστασιοποίησης από κάποιους «Άλλους». Να το διατυπώσω διαφορετικά: για να μας πουν κάποιοι ποιοι είναι αυτοί, πρέπει να διακριθούν –άλλοτε κατά τρόπο εχθρικό και επιθετικό και άλλοτε κατά τρόπο (έστω) απαξιωτικό– από κάποιους άλλους. Μια εξωτερική ομάδα αναφοράς είναι, λοιπόν, εκείνη που προσδίδει ταυτότητα σε μια «κλειστή» και «αμυντική» εθνική κοινότητα. Η τελευταία, επικαλούμενη συνήθως κάποια «ανώτερα» και «αναλλοίωτα» χαρακτηριστικά μιας δήθεν αμετάβλητης δικής της εθνικής υπόστασης, διεκδικεί πάντοτε προτεραιότητα έναντι κάποιων άλλων.
Ο εξωτερικός προσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας είχε λειτουργικό αποτέλεσμα καθώς δημιουργούσε εσωτερική συνοχή σε μια εποχή που η εθνική κοινότητα (το έθνος και το έθνος-κράτος) περιβαλλόταν από εχθρούς: τότε που τα κρατικά σύνορα ήταν ρευστά και διάτρητα, η εθνική ολοκλήρωση βρισκόταν εν εξελίξει, ενώ αλυτρωτισμός και εθνοκάθαρση όχι σπάνια αποτελούσαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σήμερα, όλα είναι πολύ διαφορετικά: Τα εθνικά κράτη υπάρχουν σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο με διαπερατά σύνορα· οι εθνικές μειονότητες προστατεύονται περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, αλλά άνθρωποι που μεταναστεύουν μαζικά βρίσκονται εκτεθειμένοι σε διαρκείς κινδύνους· ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός συνιστά μια ελεύθερη επιλογή τουλάχιστον μέσα στον δυτικό κόσμο, στον οποίο ωστόσο άλλες επιλογές (της εργασίας ή της εκπαίδευσης) γίνονται όλο και δυσκολότερο να εκπληρωθούν. Σε έναν τέτοιο κόσμο, στον οποίο δεν παραμονεύουν οι εθνικές συγκρούσεις, αλλά κίνδυνοι ατομικής εκπτώχευσης, όπως και συλλογικής (εθνικής) οικονομικής καταστροφής, αναρωτιέται κανείς τι δίνει περιεχόμενο στην εθνική ταυτότητα.
Ζώντας μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο –στον αβέβαιο κόσμο της ελληνικής κρίσης χρέους και της οικονομικής κατάρρευσης– αν επιμείνουμε να ορίζουμε την εθνική μας ταυτότητα κατ’αντιδιαστολή προς μια εξωτερική ομάδα αναφοράς, αυτήν την τελευταία μην ψάχνουμε να τη βρούμε σε εκτός των εθνικών μας συνόρων περιβάλλοντα. Όχι ότι τέτοιες εξωτερικές απειλές δεν υπάρχουν, αλλά οι εντός συνόρων απειλές της εθνικής μας υπόστασης είναι σήμερα ασύγκριτα μεγαλύτερες. Ας μην πάει ο νους μας σε φτωχούς μετανάστες, απόκληρους της ζωής που βρίσκονται μεταξύ μας χωρίς χαρτιά και λεφτά. Παρά τις κραυγές της εθνικιστικής ακροδεξιάς δεν είναι κάποιοι ξένοι που απειλούν την εθνική ταυτότητα μιας χώρας που καταρρέει οικονομικά. Ο «εχθρός» δεν είναι ο εθνικο-πολιτισμικά διαφορετικός, δεν διαθέτει καν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά από το εθνικό σύνολο· αντιθέτως, μιλάει την ίδια γλώσσα, έχει την ίδια θρησκεία, σκέφτεται όπως οι πολλοί, είναι κάποιοι από εμάς. «Εχθροί» της χώρας, αυτού του έθνους-κράτους, γίναμε όλοι εμείς που αναγάγαμε τον κρατισμό σε ύψιστο κανόνα ζωής και αποδεχτήκαμε το πελατειακό σύστημα ως δικαιωματικό μέσο για την κατοχύρωση ατομικών και συντεχνιακών προνομίων, που ξεχάσαμε ότι τα κόμματα είναι διαμεσολαβητές της δικής μας θέλησης και όχι διεκπεραιωτές θελημάτων μας, που αμελήσαμε εγκληματικά τον ελεγκτικό μας ρόλο απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς και τους λειτουργούς της δημοκρατίας, που κλείσαμε τα μάτια στην συντελούμενη –δίπλα μας, κατά κυριολεξία– εθνική λεηλασία προβάλλοντας το γνωστό άλλοθι «έλα μωρέ τώρα, όλοι αυτό κάνουν».
Στην Ελλάδα της κρίσης εθνική συνείδηση διαθέτει κατά πρώτον όποιος είναι υπεύθυνος· όποιος δεν κλείνει τα μάτια του στην πραγματικότητα και δεν ρίχνει τις ευθύνες της οικονομικής κατάρρευσης σε κάποιους «εχθρικούς Άλλους» (τις τράπεζες, τους ευρωπαίους, τους μετανάστες …). Υπεύθυνος είναι όποιος έχει όραμα καταρχάς προσωπικό για το μέλλον και την ανάκαμψη αυτής της χώρας· όποιος δεν κρύβεται πίσω από ένα «όχι σε όλα» επενδύοντας στην αποτυχία του εγχειρήματος της ανάκαμψης κοινωνίας και οικονομίας, αλλά στηρίζει την επανεκκίνηση της χώρας, συμβάλλοντας θετικά με τις δικές του δυνάμεις. Αυτό είναι το περιεχόμενο της εθνικής ιδέας σήμερα· ένα τέτοιο οραματικό πρόταγμα έχει ανάγκη η χώρα, όλα τα υπόλοιπα –για το ένδοξο παρελθόν που Άλλοι το επιβουλεύονται– είναι εθνικά παραμύθια.