Η επανάσταση μπήκε στα θέατρα*
Η τέχνη δεν παράγεται σε κενό Ιστορίας. Καθώς η «πολιτική ανυπακοή», η «πολιτική βία», οι «μορφές κινηματικότητας» (και για κάποιες ομάδες και επαναστατικότητας)έχουν γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερνότητας μας, ο αναστοχασμός για τη σημασία τους στη ζωή μας αντανακλάται και στις αναζητήσεις του θεάτρου. Μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2011 τρεις παραστάσεις που αντλούν τη θεματική τους από στιγμιότυπα της Γαλλικής ή της Ρωσικής Επανάστασης ανεβαίνουν στην Αθήνα. «Ο θάνατος του Δαντόν», η «Αποστολή», το «Μάουζερ», πέραν της συνάντησης με κείμενα σπουδαίων θεατρικών συγγραφέων όπως ο Γκέοργκ Μπύχνερ και ο Χάινερ Μύλερ, προσεγγίζουν κριτικά το φαινόμενο των επαναστάσεων και των πρωταγωνιστών τους, θέτοντας παράλληλα ερωτήματα για τη σχέση ιδεολογίας και εξουσίας, τα αίτια και τη λειτουργία της πολιτικής βίας, τις συνέπειες ακραίων εποχών για τον μέσο άνθρωπο.
Σχολιάζοντας τον «Θάνατο του Δαντόν», παράσταση η οποία εγκαινίασε τον Φεβρουάριο τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, ο σκηνοθέτης της Στάθης Λιβαθινός εστιάζει στη διορατικότητα του πρωτο-σοσιαλιστικών αντιλήψεων γερμανού θεατρικού συγγραφέα του 19ου αιώνα Γκέοργκ Μπύχνερ. «Στον “Θάνατο του Δαντόν” η πολιτική τοποθέτηση του έργου είναι πολύ προφανής για να τη σχολιάσει κανείς. Το έργο μιλά για τον θάνατο ενός επαναστάτη. Θα πρέπει λοιπόν να αναδείξει κανείς άλλες πτυχές του» τονίζει ο κ. Λιβαθινός και επισημαίνει: «Οι μορφές του έργου είναι ιδεολόγοι νέοι. Αυτό αποτελεί ένα θέμα από μόνο του, μια και σήμερα ζούμε την καταστροφή της οποιασδήποτε ιδεολογίας. Ενα άλλο θέμα είναι εκείνο του τεράστιου κυνισμού που γεννιέται με τη φθορά των ιδανικών:η Γαλλική Επανάσταση την εποχή που πραγματεύεται το κείμενο εισέρχεται σε μια φάση όπου τα ιδανικά γίνονται άλλοθι για να κόβονται κεφάλια. Υπάρχει μια φράση στο έργο, “ο λαός αυτά θέλει”, με την οποία ο Μπύχνερ φαίνεται να προβλέπει χιλιάδες παρόμοιες στιγμές που θα έρχονταν στο μέλλον».
Για τη Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το ζήτημα της πολιτικής βίας που βρίσκεται στον πυρήνα του έργου αποκτά καίρια σημασία. «Ο Δαντόν σε κάποια στιγμή θέτει το ερώτημα “τι είναι αυτό μέσα μας που ασελγεί, ψεύδεται, κλέβει και σκοτώνει;”, αναρωτιέται επομένως για τα βαθύτερα αίτια της βίας. Κατά τον Δαντόν, το ζήτημα είναι δομικό:οι ισχυροί κινούν τα νήματα, οι αδύναμοι είναι μαριονέτες τους, άρα το θέμα της βίας που υφίστανται και ασκούν οι τελευταίοι είναι πάντοτε ανοικτό. Ο Ροβεσπιέρος διαφωνεί: η βία για εκείνον είναι απαραίτητη για να επικρατήσει η αρετή, τόσο επί των εξωτερικών όσο και επί των εσωτερικών εχθρών της επανάστασης». Οι αντινομίες της ιδεολογίας, η συμβολική και φυσική βία, η σύγκρουση της ατομικής ελευθερίας με το ιστορικό και κοινωνικό καθήκον τίθενται ως σημαίνοντες προβληματισμοί στο έργο του διακεκριμένου γερμανού θεατρικού συγγραφέα Χάινερ Μύλερ. Για τρίτη συνεχή χρονιά στο Θέατρο Αττις το «Μάουζερ», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, αποτελεί ένα δοκίμιο για την κοινωνική και οντολογική διάσταση της επανάστασης.
Στον δικτυακό τόπο της παράστασης επισημαίνεται η ανάδειξη της «πρωτόγονης δυναμικής της βίας που ενδέχεται να προκύψει στην εξέλιξη της οποιασδήποτε επανάστασης». Η βία βέβαια δεν έρχεται στο προσκήνιο της κοινωνίας μόνο στο πλαίσιο μιας επανάστασης. «Η βία ελλοχεύει στην καθημερινότητα και μπορεί να γίνει ενεργή όταν μια “ιστορική ρουτίνα” ανατρέπεται, όταν δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα προχωρούν με γρηγορότερους ρυθμούς από τους συνηθισμένους» επισημαίνει η κυρία Γεωργιάδου. Οι έννοιες της ανατροπής, της προδοσίας και του ιστορικού τραύματος διερευνώνται στην «Αποστολή (Ανάμνηση από μιαν επανάσταση)», επίσης του Χάινερ Μύλερ, η οποία παρουσιάζεται από τις 3 Μαρτίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση από την ομάδα projector σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά. «Η θεματική της επανάστασης συζητείται τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και γενικότερα στο πλαίσιο των μεταβολών που φέρνει η οικονομική κρίση. Αν και ίσως μιλάμε με περισσή ευκολία για την επανάσταση με αυτόν τον τρόπο, επανάσταση είναι αυτό που γίνεται στη Λιβύη» λέει ο σκηνοθέτης. Το ενδιαφέρον, όπως επισημαίνει ο κ. Αζάς, δεν είναι ωστόσο η κρίση του Μύλερ, θετική ή αρνητική, για την έννοια της επανάστασης: «Ο Μύλερ διατηρεί μια απαισιόδοξη προσέγγιση των πραγμάτων. Εζησε τον ναζισμό, το σύστημα της Ανατολικής Γερμανίας,πέθανε μετά την κατάρρευση του Τείχους. Εκείνο λοιπόν που προβάλλει είναι το τραύμα που αφήνει η Ιστορία στον άνθρωπο».
Κοινή διαπίστωση θεατρικών δημιουργών και κοινωνικών επιστημόνων είναι ότι οι ανατροπές των κοινωνικών δεδομένων δεν αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου, συνεπάγονται συγκρούσεις, τραύματα, διαιρέσεις. Ηκυρία Γεωργιάδου υπογραμμίζει: «Οταν εμφανιστούν προβλήματα, κρίσεις, ελλείμματα,και δεν εννοώ μόνο τα οικονομικά,αρχίζει μια διαδικασία εκδογματισμού απόψεων όπου αναζητούμε τους υπαίτιους- της κρίσης ή της εγκληματικότητας, για παράδειγμα. Κάποιοι εύκολα, χωρίς να έχει αποδειχθεί ερευνητικά, θα υποστηρίξουν ότι φταίνε οι ξένοι,οι ισχυροί,οι τραπεζίτες ή οι μετανάστες.Ο εκδογματισμός δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που είναι πολύ δύσκολο να απαντηθούν τεκμηριωμένα και πάνω σε αυτόν πατούν τα άκρα, της Δεξιάς και της Αριστεράς, αναμοχλεύοντας αυτές τις αντιλήψεις, βλέποντας παντού εχθρούς και υπονομευτές δικαίων και δικαιωμάτων».
Τρεις εκφάνσεις βίας διακρίνει στη σημερινή ελληνική συγκυρία ο Νίκος Μουζέλης, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Εconomics:
εγκληματικότητα, πολιτική βία και βία στον χώρο του αθλητισμού. Ειδικά όσον αφορά την πολιτική βία θεωρεί βασικό γενεσιουργό της αίτιο την απαξίωση των κομμάτων: «Η λειτουργία των ελληνικών κομμάτων προκρίνει το μερικό τους συμφέρον σε βάρος του γενικού. Ακόμη και στις τωρινές συνθήκες κρίσης εξακολουθούμε να παρακολουθούμε κοκορομαχίες, εξεταστικές επιτροπές που δεν οδηγούν πουθενά,ατιμωρησία των υπαιτίων σκανδάλων.Ως αποτέλεσμα,μέρος των νέων αντιδρά είτε με ήπιες μορφές βίας, όπως αυτή των διαδηλώσεων, ενώ ένα άλλο ως και με συμμετο χή σε τρομοκρατικές οργανώσεις». Στο πλαίσιο αυτό τα επεισόδια της βίας των τελευταίων ετών στην Ελλάδα έχουν ενδεχομένως κοινή συνισταμένη ερμηνείας; Η Βασιλική Γεωργιάδου θεωρεί ανησυχητικό το γεγονός ότι μετά την κορύφωση του Δεκεμβρίου του 2008 μοιάζουν να επανέρχονται με μια συχνότητα. «Θα τα συσχέτιζα με μια κρίση νομιμοποίησης που εμφανίζεται στο πολιτικό σύστημα και στους πολιτικούς θεσμούς. Οι πολίτες σε εξαιρετικά υψηλά, σχεδόν καθολικά ποσοστά, δεν εμπιστεύονται τους βασικούς πολιτικούς, κοινοβουλευτικούς,δημοκρατικούς θεσμούς,αλλά και τους θεσμούς εν γένει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι από μόνη της ανησυχητικό φαινόμενο και λειτουργεί ως προϋπόθεση για την εκδήλωση της βίας».
Σχολιάζοντας τον «Θάνατο του Δαντόν», παράσταση η οποία εγκαινίασε τον Φεβρουάριο τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, ο σκηνοθέτης της Στάθης Λιβαθινός εστιάζει στη διορατικότητα του πρωτο-σοσιαλιστικών αντιλήψεων γερμανού θεατρικού συγγραφέα του 19ου αιώνα Γκέοργκ Μπύχνερ. «Στον “Θάνατο του Δαντόν” η πολιτική τοποθέτηση του έργου είναι πολύ προφανής για να τη σχολιάσει κανείς. Το έργο μιλά για τον θάνατο ενός επαναστάτη. Θα πρέπει λοιπόν να αναδείξει κανείς άλλες πτυχές του» τονίζει ο κ. Λιβαθινός και επισημαίνει: «Οι μορφές του έργου είναι ιδεολόγοι νέοι. Αυτό αποτελεί ένα θέμα από μόνο του, μια και σήμερα ζούμε την καταστροφή της οποιασδήποτε ιδεολογίας. Ενα άλλο θέμα είναι εκείνο του τεράστιου κυνισμού που γεννιέται με τη φθορά των ιδανικών:η Γαλλική Επανάσταση την εποχή που πραγματεύεται το κείμενο εισέρχεται σε μια φάση όπου τα ιδανικά γίνονται άλλοθι για να κόβονται κεφάλια. Υπάρχει μια φράση στο έργο, “ο λαός αυτά θέλει”, με την οποία ο Μπύχνερ φαίνεται να προβλέπει χιλιάδες παρόμοιες στιγμές που θα έρχονταν στο μέλλον».
Για τη Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το ζήτημα της πολιτικής βίας που βρίσκεται στον πυρήνα του έργου αποκτά καίρια σημασία. «Ο Δαντόν σε κάποια στιγμή θέτει το ερώτημα “τι είναι αυτό μέσα μας που ασελγεί, ψεύδεται, κλέβει και σκοτώνει;”, αναρωτιέται επομένως για τα βαθύτερα αίτια της βίας. Κατά τον Δαντόν, το ζήτημα είναι δομικό:οι ισχυροί κινούν τα νήματα, οι αδύναμοι είναι μαριονέτες τους, άρα το θέμα της βίας που υφίστανται και ασκούν οι τελευταίοι είναι πάντοτε ανοικτό. Ο Ροβεσπιέρος διαφωνεί: η βία για εκείνον είναι απαραίτητη για να επικρατήσει η αρετή, τόσο επί των εξωτερικών όσο και επί των εσωτερικών εχθρών της επανάστασης». Οι αντινομίες της ιδεολογίας, η συμβολική και φυσική βία, η σύγκρουση της ατομικής ελευθερίας με το ιστορικό και κοινωνικό καθήκον τίθενται ως σημαίνοντες προβληματισμοί στο έργο του διακεκριμένου γερμανού θεατρικού συγγραφέα Χάινερ Μύλερ. Για τρίτη συνεχή χρονιά στο Θέατρο Αττις το «Μάουζερ», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, αποτελεί ένα δοκίμιο για την κοινωνική και οντολογική διάσταση της επανάστασης.
Στον δικτυακό τόπο της παράστασης επισημαίνεται η ανάδειξη της «πρωτόγονης δυναμικής της βίας που ενδέχεται να προκύψει στην εξέλιξη της οποιασδήποτε επανάστασης». Η βία βέβαια δεν έρχεται στο προσκήνιο της κοινωνίας μόνο στο πλαίσιο μιας επανάστασης. «Η βία ελλοχεύει στην καθημερινότητα και μπορεί να γίνει ενεργή όταν μια “ιστορική ρουτίνα” ανατρέπεται, όταν δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα προχωρούν με γρηγορότερους ρυθμούς από τους συνηθισμένους» επισημαίνει η κυρία Γεωργιάδου. Οι έννοιες της ανατροπής, της προδοσίας και του ιστορικού τραύματος διερευνώνται στην «Αποστολή (Ανάμνηση από μιαν επανάσταση)», επίσης του Χάινερ Μύλερ, η οποία παρουσιάζεται από τις 3 Μαρτίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση από την ομάδα projector σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά. «Η θεματική της επανάστασης συζητείται τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και γενικότερα στο πλαίσιο των μεταβολών που φέρνει η οικονομική κρίση. Αν και ίσως μιλάμε με περισσή ευκολία για την επανάσταση με αυτόν τον τρόπο, επανάσταση είναι αυτό που γίνεται στη Λιβύη» λέει ο σκηνοθέτης. Το ενδιαφέρον, όπως επισημαίνει ο κ. Αζάς, δεν είναι ωστόσο η κρίση του Μύλερ, θετική ή αρνητική, για την έννοια της επανάστασης: «Ο Μύλερ διατηρεί μια απαισιόδοξη προσέγγιση των πραγμάτων. Εζησε τον ναζισμό, το σύστημα της Ανατολικής Γερμανίας,πέθανε μετά την κατάρρευση του Τείχους. Εκείνο λοιπόν που προβάλλει είναι το τραύμα που αφήνει η Ιστορία στον άνθρωπο».
Κοινή διαπίστωση θεατρικών δημιουργών και κοινωνικών επιστημόνων είναι ότι οι ανατροπές των κοινωνικών δεδομένων δεν αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου, συνεπάγονται συγκρούσεις, τραύματα, διαιρέσεις. Ηκυρία Γεωργιάδου υπογραμμίζει: «Οταν εμφανιστούν προβλήματα, κρίσεις, ελλείμματα,και δεν εννοώ μόνο τα οικονομικά,αρχίζει μια διαδικασία εκδογματισμού απόψεων όπου αναζητούμε τους υπαίτιους- της κρίσης ή της εγκληματικότητας, για παράδειγμα. Κάποιοι εύκολα, χωρίς να έχει αποδειχθεί ερευνητικά, θα υποστηρίξουν ότι φταίνε οι ξένοι,οι ισχυροί,οι τραπεζίτες ή οι μετανάστες.Ο εκδογματισμός δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που είναι πολύ δύσκολο να απαντηθούν τεκμηριωμένα και πάνω σε αυτόν πατούν τα άκρα, της Δεξιάς και της Αριστεράς, αναμοχλεύοντας αυτές τις αντιλήψεις, βλέποντας παντού εχθρούς και υπονομευτές δικαίων και δικαιωμάτων».
Τρεις εκφάνσεις βίας διακρίνει στη σημερινή ελληνική συγκυρία ο Νίκος Μουζέλης, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Εconomics:
εγκληματικότητα, πολιτική βία και βία στον χώρο του αθλητισμού. Ειδικά όσον αφορά την πολιτική βία θεωρεί βασικό γενεσιουργό της αίτιο την απαξίωση των κομμάτων: «Η λειτουργία των ελληνικών κομμάτων προκρίνει το μερικό τους συμφέρον σε βάρος του γενικού. Ακόμη και στις τωρινές συνθήκες κρίσης εξακολουθούμε να παρακολουθούμε κοκορομαχίες, εξεταστικές επιτροπές που δεν οδηγούν πουθενά,ατιμωρησία των υπαιτίων σκανδάλων.Ως αποτέλεσμα,μέρος των νέων αντιδρά είτε με ήπιες μορφές βίας, όπως αυτή των διαδηλώσεων, ενώ ένα άλλο ως και με συμμετο χή σε τρομοκρατικές οργανώσεις». Στο πλαίσιο αυτό τα επεισόδια της βίας των τελευταίων ετών στην Ελλάδα έχουν ενδεχομένως κοινή συνισταμένη ερμηνείας; Η Βασιλική Γεωργιάδου θεωρεί ανησυχητικό το γεγονός ότι μετά την κορύφωση του Δεκεμβρίου του 2008 μοιάζουν να επανέρχονται με μια συχνότητα. «Θα τα συσχέτιζα με μια κρίση νομιμοποίησης που εμφανίζεται στο πολιτικό σύστημα και στους πολιτικούς θεσμούς. Οι πολίτες σε εξαιρετικά υψηλά, σχεδόν καθολικά ποσοστά, δεν εμπιστεύονται τους βασικούς πολιτικούς, κοινοβουλευτικούς,δημοκρατικούς θεσμούς,αλλά και τους θεσμούς εν γένει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι από μόνη της ανησυχητικό φαινόμενο και λειτουργεί ως προϋπόθεση για την εκδήλωση της βίας».
Το κείμενο υπογράφει ο Μ. Καρασαρίνης, Το Βήμα της Κυριακής, 6 Μαρτίου 2011, http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=388139