Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Απαξίωση της δημοκρατίας και εξτρεμιστική βία


Ο εξτρεμισμός αποτελεί έναν «κινούμενο στόχο», έγραψε ένας σύγχρονος μελετητής του θέλοντας να επισημάνει την συνθετότητα και την ποικιλομορφία των εκφράσεων που έχει προσλάβει το φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο. Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έως τη 13η Νοεμβρίου 2015, μητροπόλεις του δυτικού κόσμου και αστικά κέντρα της καπιταλιστικής περιφέρειας, ειδυλλιακοί επαρχιακοί παράδεισοι και φημισμένοι τόποι θρησκευτικής λατρείας, γειτονιές-γκέτο συμμοριών, πολυσύχναστες πλατείες, χώροι αναψυχής και μέσα μαζικής μεταφοράς μεταβλήθηκαν σε στόχους και έγιναν θέατρο των πλέον σκληρών μορφών εκδήλωσης της βίαιης εξτρεμιστικής δράσης.
Η τρομοκρατία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο τζιχαντισμός, ο νεοναζισμός, ο χουλιγκανισμός αποτελούν κατεξοχήν φαινόμενα της εποχής. Όχι ότι δεν προϋπήρχαν της στροφής του αιώνα. Ωστόσο, μόνο μετά την 11/9 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους άρχισε να συνειδητοποιείται το μέγεθος της απειλής. Επρόκειτο για την ύπαρξη ενός σοβαρού αποθέματος βίας μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου και της διαθεσιμότητας δικτύων ή μεμονωμένων ατόμων με ως επί το πλείστον θρησκευτικά, ρατσιστικά και σεξιστικά κίνητρα να κάνουν χρήση του αποθέματος αυτού. Επιπλέον, μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση στο Παρίσι, αλλά και το πρόσφατο θανατηφόρο χτύπημα ένοπλων ισλαμιστών επί αμερικανικού εδάφους για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας είναι τρωτά απέναντι σε μια εν εξελίξει ευρισκόμενη εξτρεμιστική κινητοποίηση.
Τι προκαλεί μια τέτοια κινητοποίηση και τι μπορεί να την ανακόψει; Συχνά η έξαψη των φαινομένων πολιτικο-κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και βίαιου εξτρεμισμού διασυνδέεται εμφατικά με τις μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που στο όνομα της πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε, ωστόσο, σοβαρές «παράπλευρες» συνέπειες, καθώς διαταράχθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες σε περιφερειακό επίπεδο και δημιουργήθηκε μια στρατιά εξτρεμιστών, ένα τμήμα από τους οποίους είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο το έλλειμμα διεθνούς νομιμοποίησης και αυτές καθαυτές οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που προκάλεσαν αστάθεια και λειτούργησαν ως καταλύτης για την εμφάνιση στη διεθνή σκηνή ενός τύπου καταστροφικής βίας. Φαινόμενα πολιτικής βίας έκαναν, επίσης, την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας αναπτυγμένων χωρών ως αποτέλεσμα της δημιουργίας «παράλληλων κοινωνιών», όπως ονομάστηκαν θρησκευτικο-πολιτικοί θύλακοι μουσουλμάνων και μεταναστών που έχουν εντοπιστεί εντός τους. Στις «παράλληλες κοινωνίες» είναι εμφανές το έλλειμμα της κοινωνικής ενσωμάτωσης και η περιθωριοποίηση των μελών τους που γίνονται έρμαια οργανώσεων με φονταμενταλιστικό προσανατολισμό (μετρήθηκαν εκατοντάδες τέτοιες στη Γερμανία). Προσφέροντάς τους αναγνώριση και καλλιεργώντας τους αισθήματα θρησκευτικο-φυλετικής υπεροχής δημιουργούν στους νέους που είναι ενθυλακωμένοι στο εσωτερικό των «παράλληλων κοινωνιών» ένα υπόστρωμα ριζοσπαστικοποίησης και τη διαθεσιμότητα για χρήση βίας εναντίον της εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας.
Φαινόμενα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, δεν επιδέχονται μονοσήμαντων εξηγήσεων. Ο εξτρεμισμός και η βίαιη κινητοποίηση που εκδηλώνονται στις ημέρες μας δεν είναι ‘απλώς’ η άλλη όψη του «ιμπεριαλισμού» και του «νεοφιλευθερισμού». Οι στρατολόγοι του βίαιου εξτρεμισμού δεν είναι μόνο όσοι (εξ-)οπλίζουν τους τζιχαντιστές και φανατίζουν νεαρούς μουσουλμάνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή διεργασίες ρήξης με το status quo, όπως και η εξτρεμιστική κινητοποίηση που στοχεύει στη βίαιη κατάλυσή του, διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές τάξεις: παρότι στις αναταραχές στο Λονδίνο το 2011 συμμετείχαν νεαρά άτομα από τα φτωχά προάστια, οι δύο δράστες της αιματηρής επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια ήταν ευκατάστατοι μουσουλμάνοι, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και (φαινομενικά) ενταγμένοι στην κοινωνία. Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα: πιο σημαντικό ρόλο από τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες διαδραματίζουν οι κοινωνικές δικτυώσεις και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία επηρεάζονται οι εκκολαπτόμενοι ριζοσπάστες και εξτρεμιστές.
Αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να τεθούν σε λειτουργία διεργασίες κοινωνικής ρήξης είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν εκείνους, οι οποίοι εμφανίζουν διαθεσιμότητα ή και ετοιμότητα για κοινωνική ανατροπή. Η ελκυστικότητα και η φαντασμαγορία της βίας, η διεύρυνση της επιτρεπτικότητας που δημιουργεί η χρήση της, οι διαθέσεις για πολιτική διαμαρτυρία και καταγγελία που μπορεί να καταλάβουν ευρεία κοινωνικά στρώματα ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης και ιδεολογίας τους (π.χ. «Αγανακτισμένοι»), όλα τα παραπάνω είναι εκείνα που συνθέτουν το προφίλ όσων ριζοσπαστικοποιούνται με κατεύθυνση προς τις μορφές του βίαιου εξτρεμισμού.
Παρότι τα πορίσματα μελετών δεν είναι επαρκή για να αποκωδικοποιηθούν τα κίνητρα και το προφίλ των εξτρεμιστών, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Βίαιη Ριζοσπαστικοποίηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), οι μελέτες του A. Schmid (Terrorism Research Initiative) ή του M. Goodwin (Πανεπιστήμιο του Kent), τα αποτελέσματα ποιοτικών ερευνών του έργου για τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό στην Ελλάδα (ΠΑ.ΜΑΚ., Πάντειο Παν/μιο, Παν/μιο Κρήτης) αναδεικνύουν την κομβική σημασία των περί δημοκρατίας αντιλήψεων για την εμφάνιση διαθεσιμότητας υπέρ ή κατά της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού. Στάσεις ισχυρής απόρριψης του πολιτικού συστήματος, απογοήτευσης και πολιτικής δυσαρέσκειας δημιουργούν προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης και εξτρεμισμού. Όσο περιορίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση, τόσο πιο εύφορο γίνεται το έδαφος για την υποστήριξη ριζοσπαστικών και εξτρεμιστικών δράσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαθεσιμότητα απέναντι στη χρήση ή τον εκθειασμό της βίας αναπτύσσεται πάνω σε προϋπάρχουσες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Έτσι, δεν αποκλείεται κλειστές θρησκευτικές πεποιθήσεις να δημιουργούν τάσεις ριζοσπαστικοποίησης διαβρώνοντας  ακόμη και ένα κατά τα άλλα φιλελεύθερο αξιακό πλαίσιο.
Η δημοκρατία έχει μεταβληθεί από χρόνια σε εναν σάκο του μποξ· ιδίως σήμερα, συχνά όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών έχουν ως αιχμή του δόρατος την –έστω μερική– απαξίωση του τρόπου λειτουργίας της δημοκρατίας. Όμως, το φιλελεύθερο-δημοκρατικό credo είναι το μοναδικό ισχυρό ανάχωμα στον εξτρεμισμό, ενώ όσοι καιροσκοπικά χτίζουν πάνω στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό αποσαθρώνουν τα θεμέλια του δημοκρατικού καθεστώτος και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου στον εξτρεμισμό. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα (25.12.2015),
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=764537