Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Οι Εχθροί της Δημοκρατίας





Το τέλος του 20ού αιώνα και το ξεκίνημα του 21ου είναι συνδεδεμένο με τον «ιδεολογικό θρίαμβο της Δημοκρατίας».
Ο εκδημοκρατισμός, δηλαδή το κίνημα των πολιτικών αλλαγών προς μια δημοκρατική κατεύθυνση, τείνει να γίνει ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων μέχρι την Αραβική Άνοιξη, ο εκδημοκρατισμός έχει να επιδείξει και πολλά επιτεύγματα, αλλά και πολλές καθυστερήσεις και παλινδρομήσεις από τον κύριο στόχο.
Αυτός είναι ο τρόπος που –από υπάρξεώς του– αναπτύσσεται το δημοκρατικό κίνημα: με μικρότερα ή μεγαλύτερα άλματα προς τα εμπρός, αλλά και με έναν αντίστοιχο βηματισμό προς τα πίσω· ο εκδημοκρατισμός εξελίσσεται κατά κύματα, αλλά κάθε κύμα εκδημοκρατισμού ακολουθείται (δυστυχώς κατά κανόνα) από ένα κύμα αναστροφής του.
Η πορεία προς τη δημοκρατία δεν είναι ευθύγραμμη, γι’αυτό και η δημοκρατία –ακόμη και εκεί που δείχνει να έχει ολοκληρωθεί– δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Το πρώτο μακρύ κύμα εκδημοκρατισμού διακόπτεται από την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Η δημοκρατία κατέρρευσε με τον πλέον ολέθριο τρόπο μετά το 1922 (άνοδος Μουσολίνι στην εξουσία).
Το δεύτερο κύμα, που εκκινά με την ήττα των ολοκληρωτικών καθεστώτων στο τέλος του Β’ΠΠ και συνοδεύεται από το εγχείρημα οικοδόμησης μιας ουσιαστικής δημοκρατίας, ακολουθείται από την πτώση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και σε χώρες της Λ. Αμερικής. Το νούμερο είναι εντυπωσιακό όσο και δραματικό: 1/3 των μεταπολεμικών δημοκρατιών γνώρισαν αυταρχικές κυβερνήσεις μέχρι τα μέσα του ’70.
Η έναρξη του τρίτου κύματος συμπίπτει με την επάνοδο στη δημοκρατική ομαλότητα των χωρών της Ν. Ευρώπης, σταδιακά και της Λ. Αμερικής. Στιγμή κορύφωσης του εκδημοκρατισμού αποτελούν οι διεργασίας οικοδόμησης της δημοκρατίας ταυτοχρόνως σε πολλές χώρες του πρώην κομμουνιστικού κόσμου.
Κύριο χαρακτηριστικό του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού και της πορείας της δημοκρατίας στις ημέρες μας είναι ότι ο κλυδωνισμός της γίνεται από τα μέσα: η υποχώρηση της δημοκρατικής ποιότητας (τα κοινωνικά δικαιώματα που τίθενται εν αμφιβόλω), όπως και ο περιορισμός της ικανότητας της δημοκρατίας να ανταποκρίνεται σε θεμελιώδη κοινωνικά αιτήματα (για υγεία, εργασία, εκπαίδευση), η αύξηση της επιρροής εξω-κοινοβουλευτικών παραγόντων –κυρίως των δυνάμεων της αγοράς και των μίντια (εσχάτως και του θεάματος) στην πολιτική και τη λήψη των αποφάσεων–, αυτό είναι το πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα στο εσωτερικό κάθε ανεπτυγμένης δημοκρατίας.

Μετά-δημοκρατία
Βρισκόμαστε σήμερα σε μια μετα-δημοκρατική συγκυρία: η οικονομία είναι πιο ισχυρή από την πολιτική και η πολιτική των εκλεγμένων κυβερνήσεων και αντιπροσώπων λιγότερο αποτελεσματική από όσο τα αιτήματα των κυβερνωμένων και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου απαιτούν. Το «παράδοξο της δημοκρατίας», λοιπόν, τείνει να μετατραπεί σε ένα «δημοκρατικό αδιέξοδο».
•Τι είναι το «παράδοξο της δημοκρατίας»; Πρόκειται για την πίστη στη δημοκρατική ιδέα, η οποία όσο εντονότερη είναι τόσο μεγαλύτερη δυσαρέσκεια προκαλεί για τον τρόπο που λειτουργεί και τα αποτέλεσματα που παράγει ένα σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης. Να το πω απλούστερα: ο τρόπος που λειτουργεί μια δημοκρατία και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη λειτουργία της είναι πάντα κατώτερα των προσδοκιών που έχουμε από τη δημοκρατία.
•Και το δημοκρατικό αδιέξοδο, πότε και πώς εμφανίζεται; Βασικά  στη μεταδημοκρατική συγκυρία του σήμερα, ακριβώς επειδή σήμερα δεν δείχνει να περιορίζεται μόνο η υποστήριξη στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλά να υποχωρεί η υποστήριξη στην ίδια τη δημοκρατική ιδέα.
Να το πω διαφορετικά: σε λίγο προηγούμενες εποχές, αυτό που ονομάστηκε «κρίση της δημοκρατίας» συνοδευόταν –παρόλα αυτά– από διάχυτη υποστήριξη των πολιτών στη δημοκρατική ιδέα:
οι πολίτες ήταν δυσαρεστημένοι με τον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, με το πολιτικό προσωπικό και τις αποφάσεις  που αυτό λάμβανε, εξακολουθούσαν όμως να συνδέουν τις προσδοκίες τους με την πρόοδο και την ολοκλήρωση της δημοκρατίας.
Σήμερα, δεν είναι μόνο η κρίση των θεσμών, της πολιτικής και της διακυβέρνησης, λαθώς και η έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης ή και η απουσία επαρκούς νομιμοποίησης των πολιτικών αποφάσεων που απειλεί τη δημοκρατία· πρώτα απ’όλα η δημοκρατία απειλείται από τη μείωση της υποστήριξης των πολιτών προς τη δημοκρατική ιδέα.
Όταν η διάχυτη υποστήριξη προς τη δημοκρατία είναι υψηλή, όση πολιτική δυσαρέσκεια κι αν υπάρχει (δηλ. όσο χαμηλή κι αν είναι η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και τους πολιτικούς θεσμούς), οι πολιτικές ευκαιρίες για τους Εχθρούς της Δημοκρατίας θα παραμένουν χαμηλές. Οι πύλες για τους Εχθρούς της Δημοκρατίας διανοίγονται όταν περιορίζεται και η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και τους λειτουργούς της δημοκρατίας, και η διάχυτη υποστήριξη προς την ίδια τη δημοκρατική ιδέα.
Να το πω απλά: οι Εχθροί της Δημοκρατίας εισχωρούν στο εσωτερικό της όταν αυτή απαξιώνεται στα μάτια των οπαδών της· π.χ. όταν Δημοκρατία και Αυταρχισμός εξισώνονται· όταν το σύνθημα «η Χούντα δεν τελείωσε το 1973» εκφέρεται όχι από κάποια γκρουπούσκουλα, αλλά μεταβάλλεται σε κεντρικό σύνθημα μαζικών κινητοποιήσεων και κριτικής προς τη δημοκρατία, τότε ναι, οι Εχθροί της Δημοκρατίας έχουν αρχίσει να μας περικυκλώνουν.

Ποιοι ειναι οι Εχθροί της Δημοκρατίας;

Θα τους χωρίσω σε δύο κατηγορίες:
πρώτον, πρόκειται για τους κάθε είδους αντιδημοκράτες – τους οπαδούς μορφών ολοκληρωτικής και αυταρχικής διακυβέρνησης που υπονομεύουν ανοιχτά τη δημοκρατία αμφισβητώντας τα θεμελιώδη μιας δημοκρατικής πολιτείας – π.χ. την καθολικότητα των δικαιωμάτων, την ισότητα και την ελευθερία των πολιτών, αλλά και το περίφημο μονοπώλιο της έννομης άσκησης βίας μέσα στην εθνική επικράτεια. Θα αποκαλέσω εκείνους που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία «σκληρούς» Εχθρούς της Δημοκρατίας.
Πέραν των «σκληρών» Εχθρών της Δημοκρατίας υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία: πρόκειται για τους «λεπτούς» ή «υποδόριους» Εχθρούς της Δημοκρατίας. Είναι όλοι εκείνοι που τυπικώς κινούνται εντός του δημοκρατικού τόξου, στην πραγματικότητα όμως με τον λόγο και τα έργα τους αποδυναμώνουν την ιδέα της δημοκρατίας ή/και τη δημοκρατία ως πράξη.

Στην Ελλάδα της κρίσης οι Εχθροί της Δημοκρατίας και ενισχύονται σε δύναμη και πληθαίνουν σε αριθμό.
Η Χρυσή Αυγή κρατά αναμφίβολα τα σκήπτρα – είναι η κατεξοχήν αντιδημοκρατική-εξτρεμιστική οργάνωση και αυτό δεν αλλάζει εξαιτίας της εκπροσώπησής της στην Ελληνική Βουλή. Την επικινδυνότητά της για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία μπορώ να τη συγκρίνω μόνο με εκείνη της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη – παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους και τις διαφορές στο στόχο και τα τεχνικά μέσα της δράσης τους, ο εκφοβισμός, ο εξτρεμισμός και η χρήση πολιτικής βίας συνθέτουν έναν κοινό παρονομαστή.
Ο εξτρεμισμός είναι ένα πρόβλημα στις ημέρες μας που γίνεται οξύτερο όσο η κρίση διαρκεί και οι επιχειρησιακές δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας είναι περιορισμένες. Παρότι τα περιστατικά είναι μεμονωμένα, ωστόσο γεγονότα όπως οι καταστροφές των κουκουλοφόρων στις Σκουριές Χαλκιδικής έρχονται να καταδείξουν ότι η πάλη για τη Δημοκρατία εκτυλίσσεται σε πολλά μέτωπα· σαφώς η ΧΑ συνθέτει την κατ’εξοχήν σκληρή αντιδημοκρατική δύναμη, όμως δεν είναι η μοναδική τέτοια δύναμη στον αγώνα της δημοκρατίας εναντίον των εχθρών της.
Επιπλέον, η πλειάδα των λεπτών υπονομευτών της δημοκρατίας έχει τόσο πολύ γίνει μέρος μιας mainstream κατάστασης, που περίπου καθίσταται παρεξηγήσιμη μια τέτοια αναφορά που εντάσσει μορφές έντονης εναντιωτικής δράσης, π.χ. από τις αντιδράσεις στην Κερατέα, μέχρι εκείνες του “Δεν πληρωνω” ή τους προπηλακισμούς βουλευτών, στη χορεία των “λεπτών” υπονομευτών της δημοκρατίας. Αν ψάξουμε περισσότερο το όλον πεδίο της “λεπτής” υπονόμευσης της δημοκρατίας και αναζητήσουμε τι δίνει υπόσταση, μέγεθος και διάρκεια στο πεδίο αυτό, θα ανακαλύψουμε ένα υπόστρωμα θολής υποστήριξης ή, τουλάχιστον, ανοχής και μια τάση δικαίωσης κινήτρων που διέπουν τη δράση των λεπτών υπονομευτών της δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της Ελλάδας της κρίσης, που συνεπάγεται εισοδηματικές και εργασιακές απώλειες, ανασφάλεια και επισφάλεια στον συνολικό τρόπο ζωής των πολιτών, η δημοκρατία χάνει σε υποστήριξη, ενώ κερδίζουν -αν όχι σε πραγματική υποστήριξη, έστω σε ανοχή-, “σκληροί” και “λεπτοί” υπονομευτές της δημοκρατίας, και το ερώτημα που προβάλλει είναι διττό:

Τι μπορεί να κάνει η Δημοκρατία με τους Εχθρούς της και πώς μπορεί να ξανακερδίσει εκείνους που την εγκαταλείπουν;
Θα περιγράψω σχηματικά τα –κατά τη γνώμη μου– αναγκαία βήματα που πρέπει να γίνουν. Θα χωρίσω τα βήματα αυτά σε δύο κατηγορίες αναλόγως του χρονικού ορίζοντα ανάπτυξης και απόδοσής του: πρόκειται για βήματα μάκρο- και μέσοπρόθεσμης απόδοσης που θα αναπτυχθούν από τα κάτω και από τα πάνω, καθώς και βήματα βραχυπρόθεσμης απόδοσης.
•Στα βήματα μακροπρόθεσης απόδοσης που εκκινούν από τα κάνω θα εντάξω την επείγουσα ανάγκη ανάπτυξης του αντικειμένου της πολιτειακής παιδείας στα σχολεία με στόχο την ενστάλαξη στους νέους μιας ταυτότητας του πολίτη. Δεν αναφέρομαι και ούτε εννοώ την παραδοσιακή διδασκαλία από καθέδρας ενός μαθήματος, αλλά την ανάπτυξη ενός αντικειμένου που θα περιλαμβάνει γνώση, διάδραση, συμμετοχή και συλλογική δράση και θα ενεργοποιήσει σε έναν συλλογικό στόχο τους μαθητές διδάσκοντάς τους και εξοικειώνοντλας τους με τη δημοκρατία στην πράξη.
Στόχος της πολιτειακής παιδείας είναι να δημιουργήσει τέτοιες συλλογικές δράσεις (αμέσως από τώρα, ήδη από χθες κανονικά και όχι από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, απλώς με αύξηση των ωρών διδασκαλίας ενός μαθήματος και ικανοποίησης έτσι συνδικαλιστικών αιτημάτων ενός κλάδου εκπαιδευτικών) σε όλα τα σχολεία της χώρας ανακόπτοντας τη διείσδυση της προπαγάνδας της ΧΑ, που βρίσκει σήμερα πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί σε ένα «νεκρό» και «απαξιωμένο» σχολείο.
•Στα βήματα μεσοπρόθεσμης απόδοσης από τα πάνω που εκκινούν από τους θεσμούς και έχουν ως στόχο τους θεσμούς και τη βελτίωση της ποιότητάς τους, θα εντάξω την αναθεώρηση του Συντάγματος στις διατάξεις του εκείνες που αναφέρονται στο θεσμό «πολιτικό κόμμα». Πρόκειται για το άρθρο 29, οι αναφορές του οποίου σχετικά με τον στόχο που οφείλουν να υπηρετούν τα κόμματα  («την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος») είναι πια ανεπαρκείς. Η παρούσα βουλή από τον Ιούνιο του 2013 μπορεί να είναι αναθεωρητική και ο συνταγματικός νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει μια σαφή διάταξη, στην οποία να περιγράφεται όχι μόνο τι οφείλει να εκπληρώνει ένα κόμμα (όπως χαλαρά έστω γίνεται αυτό στο άρθρο 29 του Συντάγματος), αλλά και τι, με λόγο και έργα, ΔΕΝ μπορεί ένα πολιτικό κόμμα να παραβιάζει προκειμένου να μετέχει στον κομματικό και τον εκλογικό ανταγωνισμό και να δέχεται κρατική χρηματοδότηση. Νομίζω στο σημείο αυτό θα μπορούσε να εμπλουτιστεί η ελληνική συνταγματική πραγματικότητα από τη γερμανική (το άρθρο 21 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου που αναφέρεται στα Πολιτικά Κόμματα), προκειμένου να περιοριστεί η δυνατότητα που έχουν σήμερα οριακά περιθώρια της πολιτικής σκηνής και «κόμματα μιλίτσιες» να μετέχουν κανονικά στην κομματική σκηνή και τη Βουλή.
Σήμερα, όσοι μπορούν και πρέπει να δείξουν ανάστημα, μοιάζει να τα έχουν χαμένα. Ως αναχώματα πρέπει, ωστόσο, να λειτουργήσουν 1) οι κοινωνικοί θεσμοί (π.χ. η διοικούσα Εκκλησία που μέχρι τώρα παρακολουθεί με αδιαφορία τις ποικίλες εκφράσεις των υπονομευτών της δημοκρατίας)· 2) τα ΜΜΕ (που συχνά δίνουν απλόχερα ορατότητα σε Εχθρούς της Δημοκρατίας· χωρίς να παραβιάζεται καμία ελευθερία του λόγου και κανένα στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, ωστόσο η προβολή των εχθρών της δημοκρατίας από τα μίντια δεν μπορεί να αφεθεί στον αυτοσχεδιασμό [καλό σενάριο] και στην εκμετάλλευση [κακό σενάριο] – χρειάζονται κάποιοι κανόνες, θα επιμείνω)· και 3) η δικαιοσύνη που ολιγωρεί και συχνά κλείνει τα μάτια π.χ. στα εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο μη θέτοντες τους δράστες και τους ηθικούς δράστες προ των ευθυνών τους.
Όσον αφορά το σήμερα και όσα μπορούν να γίνουν με ορίζοντα βραχυπρόθεσμης απόδοσης – δυστυχώς δεν μπορούν να γίνουν πάρα πολλά, ενώ χρειάζεται και προσοχή στον τρόπο που θα γίνουν, όσα γίνουν, ώστε να μην λειτουργήσουν ως bumerang: χρειάζεται να στηθούν αναχώματα απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατίας για την αναβάθμιση και την προστασία της δημοκρατίας στην Ελλάδα της κρίσης σήμερα.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

ΕΠΙΣΤΗΜΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ - Πολυπολιτισμικότητα

Εκδόσεις Gutenberg



Το 1999 το περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία αφιέρωσε ένα τεύχος του στην πολυπολιτισμικότητα. Τότε βιώναμε τις επιπτώσεις της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων και οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ήταν ήδη χώρες υποδοχής μεταναστών από δεκαετίες, βρέθηκαν με έναν επιπλέον σημαντικό αριθμό οικονομικών μεταναστών. 
Το φαινόμενο της διαχείρισης των 'ξένων', των δικαιοπολιτικών διλημμάτων που τίθενται και των πρακτικών θεμάτων που ανακύπτουν, δεν ήταν καινούριο για τις χώρες αυτές. Για την Ελλάδα όμως το φαινόμενο ήταν νέο και η αμηχανία με την οποία το αντιμετώπιζε (και συνεχίζει να το αντιμετωπίζει) τόσο το ελληνικό κράτος όσο και η ελληνική κοινωνία μεγάλη. 
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το περιοδικό ήταν σχετικά πρόδρομο στην ενασχόλησή του με το θέμα της πολυπολιτισμικότητας. Όπως μάλιστα διατύπωνε η συντακτική επιτροπή του τεύχους στα Προλεγόμενα, 'η έννοια της πολυπολιτισμικότητας επιστημονικά δεν έχει ακόμη αποκτήσει το νόημα που της ανήκει'. Δεκατρία χρόνια μετά το περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία προσεγγίζει εκ νέου το θέμα. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά. Ένα ανοικτά φιλο-ναζιστικό κόμμα εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο με 18 βουλευτές, η ρατσιστική βία έχει ενταχθεί στην καθημερινότητα, ο ακροδεξιός λόγος αποκτά όλο και μεγαλύτερη πειστικότητα σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία έχει καταλήξει μία από τις πιο ξενοφοβικές της Ευρώπης.

Στο τεύχος γράφουν περί πολυπολιτισμικότητας: 
Θάλεια Δραγώνα, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Αγγελόπουλος, Βασίλης Αράπογλου και Άννα Φραγκουδάκη.