Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Κοινοβουλευτικοποίηση και Εξτρεμισμός: Όψεις του ιδίου νομίσματος;


Μετά το 5,3% και τις 10 χιλιάδες ψήφους που συγκέντρωσε η Χρυσή Αυγή στην Αθήνα πολλοί αναρρωτιούνται: είναι μόνο η αρχή ή πρόκειται για έναν πομφόλυγα χωρίς συνέχεια;
Ποιος, αλήθεια, μπορεί να κάνει προγνώσεις σε μια τόσο ρευστή πολιτική σκηνή; Η ιστορία της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς προσφέρει εξάλλου παραδείγματα και προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση. Σε κάποιες περιπτώσεις καχεκτικά κόμματα και απαξιωμένοι αρχηγοί απέκτησαν εκλογική σημαντικότητα και διάρκεια (το παράδειγμα του Εθνικού Μετώπου και του Λεπέν στη Γαλλία). Σε άλλες πάλι περιπτώσεις η εντυπωσιακή εκλογική απογείωση ορισμένων είχε την τύχη ενός διάττοντα αστέρα (εδώ το παράδειγμα του κόμματος Αντεπίθεση του Κράτους Δικαίου στις τοπικές εκλογές του Αμβούργου το 2001 είναι χαρακτηριστική).
Τα κόμματα της άκρας δεξιάς όλων των διαβαθμίσεων –από τα νεολαϊκιστικά έως τα εξτρεμιστικά και νεοφασιστικά– ακολουθούν μια διπλή στρατηγική, επιδιώκοντας την πολιτική πρόκληση ή/και την πολιτική τους ενσωμάτωση. Η εμπειρία καταδεικνύει ότι όσο πιο μακρυά από την κοινοβουλευτική σκηνή βρίσκονται τα ακροδεξιά κόμματα τόσο πιο επιρρεπή γίνονται στον πολιτικό εξτρεμισμό. Αλλά και η κοινοβουλευτικοποίησή τους έχει συχνά ως συνέπεια την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση μιας ευρύτερης ακροδεξιάς σκηνής, στην οποία επικρατούν οι κινηματικοί, αντισυστημικοί και πλέον προκλητικοί παράγοντες του χώρου.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ 
 
"...Η έννοια ‘κοινωνική διαιρετική τομή’ (social cleavage), –κεντρική στο έργο των Lipset και Rokkan–, περισσότερο από έναν επιστημονικό όρο με τον οποίο περιγράφονται οι υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτισμικές σχάσεις στην κοινωνική δομή των δυτικών χωρών, αποτελεί ένα αναλυτικό εργαλείο για την ανάδειξη των μακρο-ιστορικών συνδέσεων που εντοπίζονται μεταξύ της κοινωνικής δομής, των πολιτικών κομμάτων/κομματικών συστημάτων και της εκλογικής συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό ανευρίσκεται η ιδιαίτερη αναλυτική αξία της προσέγγισης των Lipset και Rokkan: στο γεγονός δηλαδή καταρχάς ότι, με βασικό εργαλείο τις κοινωνικές διαιρετικές τομές, καθίσταται αντιληπτή η κοινωνικο-δομική διασύνδεση του κομματικού και του εκλογικού φαινομένου στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, επίσης στο ότι προσδίδεται ιστορικό υπόβαθρο στη μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς και, τέλος, στο ότι αναδεικνύεται η σημασία που διαθέτει το πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο στην αποκρυστάλλωση του κομματικο-εκλογικού φαινομένου.
Στις βασικές σχολές ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς (μικρο-κοινωνιολογικό μοντέλο, rational choice, ψυχολογικό-κοινωνικό μοντέλο), η εκλογική επιλογή αντιμετωπίζεται άλλοτε ως μια συγκυριακώς μεταβαλλόμενη απόφαση του ψηφοφόρου, άλλοτε πάλι ως αποτέλεσμα ορθολογικής του επιλογής και άλλοτε ως η απόληξη ψυχικών και ταυτοτικών προσανατολισμών του. Με αναλυτικό εργαλείο τις κοινωνικές διαιρετικές τομές, αντιθέτως, η εκλογική επιλογή αποτελεί ‘ευθυγράμμιση’ (‘στοίχιση’) (alignment), όχι μεμονωμένων ψηφοφόρων αλλά των κοινωνικο-πολιτισμικά προσδιορισμένων περιβαλλόντων που αυτοί ανήκουν (τέτοια είναι π.χ. το εργατικό ή το χριστιανο-καθολικό περιβάλλον), στα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα των περιβαλλόντων αυτών – στα λεγόμενα ‘cleavage parties’ κατά τη διατύπωση των Lipset και Rokkan. Η διαδικασία της ευθυγράμμισης από μόνη της καθιστά την εκλογική επιλογή μια ιστορικά προσδιορισμένη επιλογή, καθώς δεν είναι μεμονωμένα ζητήματα της συγκυρίας (current/single issues) βάσει των οποίων αποφασίζει ο εκλογέας ποιο κόμμα θα ψηφίσει, αλλά ‘ιστορικά διαμορφωμένες «δέσμες»’ (packages). Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα αποτελούμενο από ‘προγράμματα, δεσμεύσεις, προσδοκίες, ενίοτε και από Weltanschauungen’, όπως αναφέρουν οι Lipset και Rokkan (1967: 3) εξηγώντας το περιεχόμενο των δεσμών, το οποίο διαμορφώνεται από τη θέση και τις αμοιβαίες ανταλλαγές κομμάτων και εκλογέων μέσα στο ενιαίο περιβάλλον των social cleavages, καθιστώντας την κομματική επιλογή μια απόφαση κατά βάση σταθερή, τρόπον τινά έναν προσανατολισμό ζωής.
Οι κοινωνικές σχάσεις δημιουργούν τις αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη ενός ‘σταθερού συστήματος αντιθέσεων’· το ίδιο και η ένταξη των κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων στο υπάρχον σύστημα αντιθέσεων δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός σταθερού –‘παγιωμένου’ (freezing) κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση των Lipset και Rokkan– συστήματος κομμάτων στα οποία ευθυγραμμίζονται οι ψηφοφόροι. Οι αναγκαίες αυτές συνθήκες δεν είναι όμως επαρκείς για τη μετατροπή των σχάσεων σε κομματικές δομές. Μπορεί συνεπώς στην ανάλυση των Lipset και Rokkan τα κόμματα να αναδεικνύονται από τα cleavages, όμως αυτά δεν μετατρέπονται απαραιτήτως σε κόμματα. Μια τέτοια μετατροπή εξαρτάται από ένα σύνολο πολιτικο-θεσμικών προϋποθέσεων – πρόκειται για τα περίφημα τέσσερα ‘σκαλοπάτια’ των Lipset και Rokkan: κοινοβουλευτικός ανταγωνισμός, δημοκρατική θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, εκλογικό σύστημα και τρόπος λήψης των πολιτικών/κυβερνητικών αποφάσεων..."

Από τα ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ της έκδοσης.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Call for papers

    
Η Συντακτική Επιτροπή της Επιθεώρησης Επιστήμη και Κοινωνία προγραμματίζει για το Φθινόπωρο του 2011 τη διοργάνωση μιας επιστημονικής ημερίδας αφιερωμένης στις αιτίες της κρίσης της ελληνικής οικονομίας και στις θεσμικές και κοινωνικές προεκτάσεις της κρίσης αυτής. Πρόθεσή μας είναι να προσεγγίσουμε με τα θεωρητικά και τα μεθοδολογικά εργαλεία των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών τις δομικές προϋποθέσεις των ποικίλων εκδηλώσεων της κρίσης. Υπό το ίδιο επιστημολογικό πρίσμα θα επιχειρήσουμε, επιπλέον, να διερευνήσουμε συγκεκριμένες  κοινωνικο-πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές που διαθέτουν αφενός ιστορικό βάθος, αφετέρου φανερώνουν την εξακολουθητική παρουσία κοινωνικών αντιστάσεων στις πολιτικο-θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό.

Τίτλος της ημερίδας:

Αναζητώντας τις αιτίες της ελληνικής κρίσης:
Κρατισμός, πελατειακό σύστημα, αμυντική κοινωνία


Θεματικές ενότητες:

Α. Ευρύ κράτος και ισχνή αγορά: εδραίωση ενός στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου και συνέπειες του κρατισμού.
Β. Πάτρωνες και πελάτες: σχέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, των οργανωμένων συμφερόντων, της κοινωνίας πολιτών και του κράτους.
Γ. Πολιτικός ανταγωνισμός και σύστημα διακυβέρνησης: μεταβολές και συνέχεια στους θεσμούς της διακυβέρνησης και στο σύστημα λήψης των πολιτικών αποφάσεων
Δ. Εκσυγχρονισμός και αντιδυτικισμός, ευρωπαϊκός προσανατολισμός και εθνικολαϊκισμός: εξηγώντας τις αντινομίες μιας αμυντικής κοινωνίας.

Οι ενδιαφερόμενοι/ες που επιθυμούν να συμμετάσχουν με εισήγησή τους στην ημερίδα θα πρέπει να στείλουν την πρότασή τους (έως 300 λέξεις) στην ηλεκτρονική διεύθυνση
science_and_society@hotmail.com μέχρι τις 30.12.2010. Οι προτάσεις θα αξιολογηθούν τυφλά από την Επιστημονική Επιτροπή της Επιθεώρησης.

Η Συντακτική Επιτροπή




Μετάβαση στο σύνδεσμο http://www.media.uoa.gr/sas 

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Το εγχείρημα της τριγωνοποίησης και η άκρα δεξιά

 «Τριγωνοποίηση»
Οι προεδρικές εκλογές του 1996 στις ΗΠΑ κερδήθηκαν από τον Μπιλ Κλίντον με άνεση έναντι του συνυποψηφίου του Μπομπ Ντόουλ, αφού προηγούμενως όμως, στο μέσον της πρώτης θητείας του, το Δημοκρατικό Κόμμα απόλεσε για πρώτη φορά μετά το 1954 την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η εκλογική μετακίνηση υπέρ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος οδήγησε το Δημοκρατικό Κόμμα σε αλλαγή στρατηγικής. Ο σύμβουλος του Κλίντον και ειδικός σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας Ντικ Μόρρις συμβούλεψε τον Αμερικανό Πρόεδρο να εφαρμόσει μια μέθοδο «τριγωνοποίησης» (triangulation), δηλαδή να υποστηρίξει έναν συνδυασμό από τις πιο δημοφιλείς πολιτικές θέσεις και των δύο κομμάτων, κατά τρόπο ώστε οι παραδοσιακοί εκλογείς τους να τον ψηφίσουν την επόμενη φορά. Η μέθοδος αυτή στηριζόταν στην επιλογή εκ μέρους του Προέδρου μιας θέσης που τον τοποθετούσε υπεράνω των δύο κομμάτων, ωσάν ο ίδιος να ήταν ένας αυτόνομος τρίτος παράγοντας της πολιτικής σκηνής που ενσωμάτωνε σε μια νέα τριγωνική σύνθεση προγραμματικές θέσεις του οικείου και του αντιπάλου κόμματος. Η έκβαση της προεδρικής εκλογής του 1996 δικαίωσε τους Μόρρις και Κλίντον για την επιλογή της μεθόδου της «τριγωνοποίησης».

«Πολύπλοκη αλχημεία»
Η μεταπολεμική ακροδεξιά είναι σαν μια «πολύπλοκη αλχημεία», ισχυρίστηκε ο Πωλ Χέινσγουορθ, μελετητής του ακροδεξιού φαινομένου. Η ακροδεξιά αποτελεί, δηλαδή, ένα κράμα ετερόκλιτων ιδεολογικών αρχών και πολιτικών θέσεων: εθνικισμός, αυταρχισμός, ξενοφοβία και αντικομμουνισμός, το ίδιο όπως αντιφιλελευθερισμός αλλά και αντικαπιταλισμός, κρατισμός και αντικρατισμός, λαϊκισμός και αποθέωση της αρχής της διαφορικής ισότητας αποτελούν αντιφατικά στοιχεία του ιδεολογικο-πολιτικού κράματος της ακροδεξιάς, τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα του άξονα αριστεράς-δεξιάς. Η «πολύπλοκη αλχημεία» της άκρας δεξιάς συντηρεί τον εγγενή πολιτικό καιροσκοπισμό του συγκεκριμένου χώρου και ευνοεί την ψευδο-μετατρεπτική ικανότητά του: η μεταπολεμική ακροδεξιά είναι ένα μεταβαλλόμενο φαινόμενο, το οποίο προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της εποχής, χωρίς να απαρνείται ιστορικές καταβολές και εκλεκτικές συγγένειες με τα ιδεολογικά ρεύματα του αντιδιαφωτισμού.




H συνέχεια του άρθρου στο περιοδικό Μεταρρύθμιση
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=1163

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Η Αριστερά, η Δεξιά και το "μοντέλο του λουτήρα"

Μετά την 6η Δεκεμβρίου 2008, με αποκορύφωμα τη δολοφονική επίθεση στην Τράπεζα Marfin στις 5 Μαϊου 2010, οι πράξεις βίας κλιμακώνονται. Γιατί η χρήση της βίας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία αναδείχθηκε σε μέσο δράσης ορισμένων ομάδων; Υπάρχει κίνδυνος η βία να επεκταθεί και να διευρυνθούν τα όρια της επιτρεπτικότητάς μας απέναντί της; Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν αποτελούν πρωτόγνωρα φαινόμενα στην ύστερη νεοτερικότητα. Ίσα-ίσα, που εμφανίζονται ως «κανονικές παθολογίες» των βιομηχανικών κοινωνιών, επισημαίνουν ο Ε. Σόιχ και ο Χ. Κλίνγκεμαν. Η υπονόμευση της δημοκρατικής τάξης (ριζοσπαστισμός) και η δια της βίας παραβίαση της τάξης αυτής (εξτρεμισμός) κάνουν την εμφάνισή τους σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών, όταν οι μεταβολές στις αξίες και στον τρόπο ζωής προκαλούν ρήγματα στη ζωή των ανθρώπων. Οι τελευταίοι έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα όσον αφορά την επιλογή μεταξύ παραδοσιακών και νεοτερικών αξιών, με αβεβαιότητες που έχουν να κάνουν με μεταβολές στις εθνικο-πολιτισμικές ταυτότητες και με δυσκολίες προσαρμογής σε μια πραγματικότητα που διευρύνει τις προσδοκίες, προκαλεί όμως απογοητεύσεις σε όσους δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες της νέας εποχής.

Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη νεοτερική κοινωνία δεν δημιουργούν μόνο ευκαιρίες και «κερδισμένους», αλλά επίσης «χαμένους» και «θύματα». Για να μεταβληθούν οι «χαμένοι» και τα «θύματα» του εκσυγχρονισμού σε φορείς του ριζοσπαστισμού και του εξτρεμισμού, πρέπει να προηγηθούν δύο στάδια: της «γνωστικής ακαμψίας» και της ενεργοποίησης του «μοντέλου του λουτήρα».


Στη γνωστική ακαμψία καταφεύγουν ματαιωμένα κοινωνικά υποκείμενα. Για να υπερβούν αξιακά, θεσμικά, ταυτοτικά ρήγματα, τη διάψευση των προσδοκιών και τις απογοητεύσεις υιοθετούν ένα κλειστό σύστημα σκέψης. Έχοντας ως κεντρικά στοιχεία του τον εθνικισμό, τον αυταρχισμό και τον αντιπλουραλισμό/αντιφελελευθερισμό, το άκαμπτο σύστημα σκέψης είναι επιρρεπές σε απλουστευτικά εξηγητικά σχήματα προκειμένου να αποκαλυφθούν οι «μηχανισμοί» και όσοι «κινούν τα νήματα» σε έναν κόσμο διαιρεμένο σε «κερδισμένους» και «θύματα». Πώς μετουσιώνονται κλειστές κοσμοεικόνες σε πολιτικές στάσεις και συμπεριφορά; Πώς ο εθνικισμός μετατρέπεται σε απόρριψη του Άλλου, ο αντιπλουραλισμός σε απάρνηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης και των διαμεσολαβητικών θεσμών και ο αυταρχισμός σε εξύμνηση του καισαρισμού και της εξουσίας ενός (δήθεν) χαρισματικού αρχηγού; Προκειμένου να συντελεστούν τέτοιες μετατροπές πρέπει να τεθεί σε λειτουργία το «μοντέλο του λουτήρα», λένε οι Κ. Αρτσχάιμερ και Γ. Φάλτερ: οι κλειστές κοσμοεικόνες που υπάρχουν σε ατομικό επίπεδο, μέσα από τη σύμμειξή τους με αντιλήψεις που εμφανίζονται ως αποδεκτές σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, μετατρέπονται σε στάσεις και συμπεριφορά. Στο μοντέλο του λουτήρα επιτυγχάνεται η διαδοχική σύμμειξη φαινομένων που βρίσκονται στο ‘υψηλότερο’ κοινωνικό επίπεδο με εκείνα που βρίσκονται στο ‘χαμηλότερο’ ατομικό επίπεδο, έτσι ώστε αυτά να επανεπιδράσουν στο υπερκείμενο κοινωνικό επίπεδο, κοκ.

Τα πολιτικο-ιδεολογικά άκρα στο κομματικό σύστημα έχουν αναλάβει ρόλο ενεργοποίησης του μοντέλο του λουτήρα. Από τη δεκαετία του 1990 η Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη συνέβαλε στην έξαρση της ξενοφοβίας διασυνδέοντας την εθνικιστική ιδεολογία με μεταβολές στην αγορά εργασίας, την κρίση του κράτους πρόνοιας και την πολυπολιτισμική πραγματικότητα των εθνικών κρατών. Υποδεικνύοντας τον Ξένο ως υπεύθυνο για την ανεργία, τα ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία και την εγκληματικότητα στις δυτικές μητροπόλεις, η Άκρα Δεξιά διεισδύει στα αδύναμα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, οι εθνικιστικές και αντιπλουραλιστικές κοσμοεικόνες των οποίων λειτούργησαν ως υποδοχέας αντιμεταναστευτικών και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων. Ο «εργατολεπενισμός», όπως τον περιέγραψε η Ν. Μάγιερ και ο Π. Περινό, δεν ήταν μια γαλλική ιδιαιτερότητα για τη διείσδυση του Front National στην εκλογική πελατεία της Αριστεράς, αλλά περιέγραφε ένα φαινόμενο «λαϊκοποίησης» της Άκρας Δεξιάς. Mετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού η Αριστερά βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και κάποιες φορές δεν δίστασε να δοκιμάσει την ακροδεξιά συνταγή επενδύοντας σε υπαρξιακές φοβίες και εργασιακές ανασφάλειες των «χαμένων» του εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, το εγχείρημα π.χ. του Ό. Λαφοντέν να κερδίσει ψήφους εργατών ενοχοποιώντας τους μετανάστες για την ανεργία δεν βρήκε ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα.

Συστηματικότερη υπήρξε η επίδραση της Άκρας Αριστεράς στα αντικοινοβουλευτικά συναισθήματα των ψηφοφόρων. Καταλογίζοντας «νεοφιλελευθερισμό» στα σοσιαλιστικά/σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και εξομοιώνοντάς τα με τις συντηρητικές δυνάμεις, η Άκρα Αριστερά ισοπεδώνει τις διαφορές των αντιπάλων της. Η ισοπέδωση αποτελεί προϋπόθεση, ώστε να καρπωθεί η ίδια τη δυσαρέσκεια για την πολιτική, τους πολιτικούς και τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Είναι ενδεικτικό των εκλογικά επιτυχημένων κομμάτων που βρίσκονται αριστερότητα της παραδοσιακής Αριστεράς ότι η άνοδος των ποσοστών τους είναι συνάρτηση της στάσης διαμαρτυρίας που υιοθέτησαν κατά των κομμάτων, της αντιπροσώπευσης και της συναινετικής διακυβέρνησης.

Από τη δεκαετία του 1990 Άκρα Δεξιά και Άκρα Αριστερά ενεργοποιούν μια προϋπάρχουσα αδρανή διαθεσιμότητα στο εκλογικό σώμα για τα πολιτικά άκρα. Στην Ελλάδα αντίστοιχες διεργασίες άργησαν να τεθούν σε εφαρμογή: από τη μια η μη-αυθύπαρκτη παρουσία της Άκρας Δεξιάς στο κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης (εκτός την περίοδο 1977-81) και από την άλλη ο φιλοευρωπαϊκός και θεσμικός προσανατολισμός της ανανεωτικής Αριστεράς, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά κλειστού συστήματος του Κ.Κ.Ε., δεν δημιουργούσαν προϋποθέσεις για να τεθεί σε λειτουργία το μοντέλο του λουτήρα. Μετά το 2000 όμως, η ίδρυση του ΛΑ.Ο.Σ. κινητοποιεί τα ξενοφοβικά συναισθήματα που ελλόχευαν στην κοινωνία. Διεισδύοντας ο ΛΑ.Ο.Σ. σε εκλογικά κάστρα του Κ.Κ.Ε. και σε στρώματα αποκλήρων και ευρισκόμενος σε έναν ιδιότυπο εκλογικό ανταγωνισμό με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το υποχρέωσαν να ανοιχθεί σε ομάδες χωρίς να εξετάζει την ταξική τους συνείδηση, με μόνο κριτήριο την ένταση της διαμαρτυρίας τους εναντίον του συστήματος διακυβέρνησης.

Την οδό της πολιτικής διαμαρτυρίας ως μέσου επικοινωνίας με το εκλογικό σώμα επιλέγει και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μετά το 2004. Έχοντας να αντιμετωπίσει τον εκλογικό ανταγωνισμό του ΚΚΕ στα αριστερά και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα δεξιά του, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επιλέγει τον κινηματικό προσανατολισμό και τη στάση διαμαρτυρίας. Χαρακτηριστικό των κομμάτων διαμαρτυρίας είναι ότι ευθυγραμμίζονται στην «πολιτική ζήτηση», δηλαδή σε διαθέσεις και αιτήματα των ψηφοφόρων, όπως καταγράφονται στην πολιτική συγκυρία. Όμως, ο χώρος της ευρωπαϊκής αριστεράς στη Μεταπολίτευση υπήρξε χώρος που ευθυγραμμιζόταν στην «πολιτική προσφορά», δίνοντας έμφαση στον θεσμικό του ρόλο και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο της εξουσίας. Ο συνδυασμός κινηματικής δράσης και στάσης διαμαρτυρίας στην περίπτωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. οδήγησε σε εντυπωσιακή δημοσκοπική αύξηση των δυνάμεών του μετά τις εκλογές του 2007, αλλά και στη διάψευση αυτής της δυνητικής κατάστασης στην πραγματική εκλογική σκηνή. Για να το διατυπώσουμε αλλιώς, σε επίπεδο δυνητικής πραγματικότητας ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ακολούθησε το ρεύμα των διαμαρτυρόμενων εκλογέων, αλλά σε επίπεδο υπαρκτής πραγματικότητας οι διαμαρτυρόμενοι εκλογείς υπονόμευσαν την κοινοβουλευτική μάχη για την είσοδό του στη Βουλή με ενισχυμένες δυνάμεις.

Αν κάπου οδηγεί η υιοθέτηση της στάσης της πολιτικής διαμαρτυρίας από τα κόμματα είναι ότι θέτουν σε λειτουργία το μοντέλο του λουτήρα, με αποτέλεσμα ατομικές αντιλήψεις ή απόψεις μικρών ομάδων, που είναι σε σιωπή και απομόνωση, να κερδίζουν έδαφος. Εν τέλει, τα κόμματα διαμαρτυρίας ρυμουλκούν από το πολιτικό περιθώριο τις δυνάμεις της διαμαρτυρίας. Αυτές, μπορούν ευκολότερα να εκφράζουν τις (αντικοινοβουλευτικές και αντιθεσμικές) ιδέες τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι διευρύνονται τα όρια της κοινωνικής ανοχής απέναντι σε τέτοιες ιδέες, ούτε και η πολιτική αποδοχή εκείνων που τις κατέστησαν διατυπώσιμες.


Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 20.05.2010
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=166109

Η foto από το βιβλιο του καθηγητή Milton Rokeach, Open and Closed Mind, Basic Books 1973

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Εκδήλωση: Ημερίδα

Ενότητα 1: 10:00-12:00
Πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές ως προϋποθέσεις των οργανωτικών αλλαγών στα πολιτικά κόμματα
Σχολιαστής: Βασιλική Γεωργιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πολυπλοκότητα της άμεσης εκλογής προέδρου στα κόμματα
Πέρσα Ζέρη, Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα στην «εποχή της διακυβέρνησης»: ιδεολογικό-πολιτικές μετατοπίσεις και οργανωτικοί μετασχηματισμοί
Ευθύμης Παπαβλασόπουλος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης

Το τελευταίο(;) οχυρό του κόμματος καρτέλ: οι αλλαγές στη διαδικασία επιλογής βουλευτών ως στοιχείο οργανωτικής μεταβολής των κομμάτων
Γιάννης Κωνσταντινίδης, Λέκτορας Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Κόμματα και εργοδοτικής οργανώσεις: μια σχέση υπό επαναδιαπραγμάτευση
Βάλια Αρανίτου, Λέκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης

Ενότητα 2: 12:30-14:30
Η άμεση εκλογή προέδρων στα κόμματα: η διεθνής εμπειρία
Σχολιαστής: Στάθης Καλύβας, Καθηγητής Yale University

Πολιτική αποξένωση και επιπτώσεις στη διαδικασία στρατολόγησης του επόμενου αμερικανού προέδρου
Λία Μεριβάκη, Υποψήφια Διδάκτορας University of Florida

Εκλογή των ηγετών από τη βάση: μια συγκριτική μελέτη του ελληνικού και του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος
Λαμπρινή Ρόρη, Υποψήφια Διδάκτορας Πανεπιστημίου Paris I

Ανοικτές διαδικασίες άμεσης εκλογής αρχηγού στο Partido Democratico
Βέρα Τίκα, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Αρχηγοί σε δεύτερο ρόλο: κριτήρια επιλογής αρχηγού και επικοινωνιακή στρατηγική των Βρετανών Συντηρητικών
Αλεξία Κατσανίδου, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια European University Institute
Γιάννης Κωνσταντινίδης, Λέκτορας Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Ενότητα 3: 16:00-18:00
Η άμεση εκλογή προέδρων από τα κόμματα: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ
Σχολιαστής: Νίκος Μαραντζίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Συμμετοχική δημοκρατία και στρατηγική του κράτους: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ
Κώστας Ελευθερίου, Υποψήφιος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών
Χρύσανθος Τάσσης, Διδάσκων ΠΔ 407/80 Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Οι εκλογικές στρατηγικές των νικητών στην εκλογή προέδρου από τη βάση σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ
Παναγιώτης Βλάχος, Υποψήφιος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Κρήτης
Θανάσης Κοντογεώργης, Υποψήφιος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών

Η εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ από τη βάση: επαλήθευση ή διάψευση του νόμου της καμπυλόγραμμης ανισότητας του May
Μεταξία Τριανταφύλλου, MA Πολιτικής Συμπεριφοράς University of Essex

Η εκλογή προέδρων σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από τους εκλογείς τους: πίσω στο μέλλον του χαρίσματος;
Γιώργος Παστιάδης, Διδάκτορας Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου

Ενότητα 4: 18:30-20:30
Στρογγυλό Τραπέζι: Συζητώντας για τις διαδικασίες άμεσης εκλογής και τα δημοψηφισματικά χαρακτηριστικά των ύστερων μεταπολεμικών δημοκρατιών
Συντονιστής: Ηλίας Κατσούλης, Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας
Μαρία Βασιλάκου, Αναπληρώτρια Πρόεδρος Πρασίνων Αυστρίας
Κυριάκος Μητσοτάκης, Βουλευτής
Γιώργος Πασχαλίδης, τ. Υπουργός
Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηνελόπη Φουντεδάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Οικονομική Κρίση και τα Άκρα στο Κομματικό Σύστημα



"Η ενδυνάμωση του ακροδεξιού χώρου συνέπεσε χρονικά με τις εκδηλώσεις της πρώτης μεγάλης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης στις ευρωπαϊκές χώρες και τις μεταβολές που συντελέστηκαν στην παραγωγική δομή (συρρίκνωση της βαριάς βιομηχανίας και ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα) και στην κοινωνική δομή των βιομηχανικών χωρών (διεύρυνση των υπαλληλικών στρωμάτων, αλλά και μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας). Η εγκατάσταση της άκρας δεξιάς στο προσκήνιο της πολιτικής συνδυάστηκε με τις δυσκολίες των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης να αντιμετωπίσουν τις μεταβολές αυτές: δηλαδή να προσαρμόσουν το ισχύον μοντέλο διακυβέρνησης στα νέα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα, τα οποία επέβαλαν στην πολιτική ημερήσια διάταξη καινούργια διακυβεύματα και δημιούργησαν νέες διαιρέσεις στην κοινωνική δομή. Η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου οι παραδοσιακές πολιτικές και κομματικές δυνάμεις να αντιστοιχηθούν στα όχι πλέον με τους όρους των ιστορικών κοινωνικο-πολιτισμικών σχάσεων ταξινομήσιμα κοινωνικά ζητήματα που αναδεικνύονταν στη μεταβιομηχανική εποχή.

Ενώ, λοιπόν, η σύγκλιση σε επίπεδο πολιτικών θέσεων, καθώς και ο συμβιωτισμός, η συνεργασία και η συναίνεση των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων ήταν το κατ’εξοχήν γνώρισμα στις διαπραγματευτικές δημοκρατίες εκείνης της εποχής, η νέα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα απαιτούσε περισσότερο διακριτές πολιτικές θέσεις, μεγαλύτερη διαφοροποίηση των κομμάτων μεταξύ τους και ανταπόκρισή τους στις διαθέσεις και τα αιτήματα των εκλογέων. Κατακλυσμένα από το άγχος, ώστε η οικονομική ύφεση και οι κοινωνικές αλλαγές να μην δημιουργήσουν θεσμικά αδιέξοδα (ακυβερνησία) και πολιτικές ανατροπές (ασυμετρία στη δύναμη των κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων), τα κόμματα και οι παράγοντες της διακυβέρνησης κράτησαν αμυντική στάση απέναντι στις νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και έδειξαν αμηχανία στην αντιμετώπιση του κλίματος πολιτικής διαμαρτυρίας και των πολυσυλλεκτικού περιεχομένου κοινωνικο-πολιτικών αιτημάτων που συνόδευαν τις εκφράσεις αυτές. Μάλιστα, οι δυνάμεις της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης συνέκλιναν κι άλλο μεταξύ τους, αφήνοντας χώρο στην άκρα δεξιά (όπως και σε άλλα νέα κομματικά μορφώματα του αριστερού φάσματος) να αναδειχθεί στην κομματική και την κεντρική πολιτική σκηνή. Η συνεχιζόμενη σύγκλιση και συναίνεση σε μια συγκυρία οικονομικής ύφεσης και κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών έφερε τα κόμματα αντιμέτωπα τόσο με την παραδοσιακή εκλογική βάση τους, η οποία αισθανόταν εγκαταλελειμμένη από αυτά, όσο και με τους κομματικά αδέσμευτους και τους θεματοκεντρικά προσανατολισμένους εκλογείς, οι οποίοι ένιωθαν παραγνωρισμένοι από τα κόμματα της διακυβέρνησης συνολικά. Με τη στάση τους αυτή, όμως, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης είχαν εκλογικές απώλειες από παντού, ενώ τα ακροδεξιά κόμματα άρχισαν να εμφανίζουν εκλογικά κέρδη σχεδόν από παντού.

Με άλλα λόγια, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση εκδήλωσης των αλλαγών που έφερε μαζί της η μεταβιομηχανική εποχή, τα παραδοσιακά κόμματα της διακυβέρνησης παρέμειναν προσηλωμένα στο ρόλο τους ως κομμάτων της πολιτικής προσφοράς, παρότι είχε διαβρωθεί η κοινωνική βάση τους, όπως επίσης ό,τι δικαιολογούσε την υπόστασή τους ως κομμάτων της προσφοράς. Χρησιμοποιώντας ιδέες από μια περιγραφή του Thorsen, η οποία αναφέρεται στη σταθερότητα της πολιτικής ζωής μέσα στα περιβάλλοντα των διαπραγματευτικών δημοκρατιών, θα επαναδιατυπώναμε τα παραπάνω ως εξής: Την ύστερη μεταπολεμική περίοδο, το πολιτικό τοπίο στα συστήματα της διαπραγματευτικής διακυβέρνησης είχε αποσταθεροποιηθεί, τα κυρίως στοιχεία του όμως παρέμεναν αγκυλωμένα στις θέσεις τους. Κατά το παρελθόν, σύμφωνα με τον Thorsen, η σταθερότητα του πολιτικού τοπίου απεικόνιζε την πραγματική κατάσταση του λαού – τα οικονομικά συμφέροντά του επενδυμένα με κοσμοαντιλήψεις, ιστορικές παραδόσεις και τρόπους θέασης των κοινωνικών ζητημάτων. Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού τοπίου ήταν το αποτέλεσμα αλλαγών στην, κατά Thorsen, πραγματική κατάσταση του λαού. Η αποσταθεροποίηση αυτή, σε συνδυασμό με την αμετάβλητη συμπεριφορά των στοιχείων του πολιτικού τοπίου (κομμάτων, πολιτικής ελίτ), άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς. Η πολιτικο-εκλογική ισχυροποίησή της επιφέρει εν τέλει ό,τι οι υπόλοιπες δυνάμεις μάχονταν να αποφύγουν: ανατροπές στο κομματικό σύστημα και κρίση στο σύστημα της διακυβέρνησης."

Η εικόνα από το εξώφυλλο της αυστραλιανής έκδοσης (Penguin Books) του βιβλίου του P. Krugman, The Return of Depression Economis.

Το κείμενο
από το βιβλίο μου Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Εκδ. Καστανιώτη, 2008 (σ. 304-6)

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Ριζοσπαστισμός - Εξτρεμισμός - Αυταρχισμός


Ένα από τα φαινόμενα που μας απασχολεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι εκείνο του πολιτικού και του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Κατ’αρχάς σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της έννοιας, στον επιστημονικό λόγο ο “ριζοσπαστισμός” ταυτίζεται συχνά με τον “εξτρεμισμό” και συνδέεται με την απόρριψη του συνταγματικού κράτους και του πολιτικού συστήματος των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Τους μελετητές του ριζοσπαστισμού έχει απασχολήσει το ερώτημα εάν πρόκειται για ένα ενιαίο φαινόμενο ή εάν εμφανίζεται με δύο κύριες εκδοχές, δηλαδή ως “δεξιός ριζοσπαστισμός” αλλά και ως “αριστερός ριζοσπαστισμός”. Παρότι συνηθέστερα το φαινόμενο μελετάται από τη σκοπιά του δεξιού ριζοσπαστισμού (ή δεξιού εξτρεμισμού), δεν λείπουν οι αναλύσεις στις οποίες διαπιστώνονται ομοιότητες και συγκλίσεις της δεξιάς και της αριστερής εκδοχής του.

Σε μεταβατικές εποχές, όταν συντελούνται κοινωνικοί μετασχηματισμοί και μεγάλες αλλαγές, τότε εμφανίζονται “ρήγματα” στη ζωή των ανθρώπων, καθώς αυτοί δεν μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Συχνά τότε, οι αξίες που τα άτομα πρεσβεύουν, έρχονται σε διάσταση με τα καινούργια αξιακά πρότυπα και ο τρόπος ζωής που αυτά ακολουθούν δεν συμβαδίζει με εκείνον που επικρατεί στα εμφανιζόμενα νέα κοινωνικά περιβάλλοντα. Ο ριζοσπαστισμός αποτελεί “μια κανονική παθολογία” των βιομηχανικών κοινωνιών, ισχυρίστηκαν ο Scheuch και ο Klingemann στην κλασική δημοσίευσή τους με τον τίτλο “Θεωρίες του δεξιού ριζοσπαστισμού στις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες” (1967). Με τη διατύπωσή τους αυτή οι δύο πολιτικοί επιστήμονες θέλησαν να επισημάνουν το πόσο ευάλωτες σε φαινόμενα ριζοσπαστισμού είναι οι νεωτερικές κοινωνίες.

Σε αυτές, τόσο η σύγκρουση παλιών και νέων αξιών, καθώς και του παραδοσιακού με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όσο και η διεύρυνση των προσδοκιών, με την οποία συνοδεύεται κάθε φορά η νέα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και η συχνή διάψευση των προσδοκιών αυτών, αποτελούν τις αιτίες για τη δημιουργία συναισθημάτων αβεβαιότητας και απογοήτευσης των κοινωνικών υποκειμένων. Για να υπερβούν τα κανονιστικά ρήγματα, την αβεβαιότητα και τις απογοητεύσεις τους, εκείνοι που δεν εμφανίζουν ικανοποιητικές επιδόσεις στη νέα κοινωνική πραγματικότητα καταφεύγουν στη “γνωστική ακαμψία”: υιοθετούν ένα κλειστό και άκαμπτο σύστημα αξιών, σκέψης και προσανατολισμού, δια μέσου του οποίου αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.

Ως “ριζοσπαστισμός” περιγράφεται αυτό ακριβώς το φαινόμενο της καταφυγής στη γνωστική ακαμψία ως μέσου πρόσληψης και αντιμετώπισης της κοινωνικής πραγματικότητας: πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι σύνθετη ως προς τα στοιχεία που τη συγκροτούν, πολύπλοκη ως προς τις λειτουργίες της, πολλές φορές με δυσβάστακτα αποτελέσματα για μεμονωμένα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Η γνωστική ακαμψία και τα κλειστά συστήματα σκέψης και προσανατολισμού, με άλλα λόγια η υιοθέτηση “κλειστών κοσμοεικόνων”, οδηγούν στον εκδογματισμό των πεποιθήσεων και καθιστούν τους φορείς των πεποιθήσεων αυτών επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία, στις προκαταλήψεις, στην εχθρότητα απέναντι στον Άλλο, στην εθνικιστική ιδεολογία, στον αντιπλουραλισμό και τον αντιφιλελευθερισμό.


Η εικόνα από το εξώφυλλο του βιβλίου των Th. Adorno κ.ά., The Authoritarian Personality, 1964

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010


"Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*

Ο Helmut Dubiel είναι καθηγητής (ομότιμος πλέον) Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Giessen (Γερμανία) και μεταξύ των ετών 1989 -1997 διηύθυνε το φημισμένο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, το οποίο είχαν ιδρύσει οι θεμελιωτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, Theodor Adorno και Max Horkheimer.
Ο Dubiel έχει μια διεθνή επιστημονική παρουσία (δίδαξε για αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϋ), το δε επιστημονικό έργο του επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση των ερευνών για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν ήδη γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τους λεγόμενους ιστορικούς λαϊκισμούς (το κίνημα των αγροτών στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα), αλλά και τα λαϊκιστικά κινήματα και τα καθεστώτα του 20ού αιώνα – του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή. Σύμφωνα με το γερμανό καθηγητή, ο λαϊκισμός δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικού κινήματος, που έχει ως κύριο στοιχείο του τον αντικαπιταλισμό και εμφανίζεται ως αντίδραση στον εκσυγχρονισμό. Επιπλέον, ο λαϊκισμός αποτελεί μια ’εξουσιαστική τεχνική’, την οποία εφαρμόζει μια ελίτ, ώστε στηριζόμενη στο λαό, να καταλάβει την εξουσία.Με τις τεχνικές του λαϊκισμού ασχολήθηκε αρκετά ο Dubiel, για να υποστηρίξει ότι εν τέλει ο λαϊκισμός είναι η εφαρμογή μιας ‘αντεστραμμένης ψυχανάλυσης’ (Leo Löwenthal): ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.
Στην ακμή της καριέρας του και στην ηλικία μόλις των 46 χρόνων στον Dubiel διαγνώστηκε ότι πάσχει από την ασθένεια του Πάρκινσον। Αν η ασθένεια προσβάλλει περίπου το 0,16% του παγκόσμιου πληθυσμού, με τους ασθενείς να προέρχονται από τις ηλικιακές ομάδες των 60 με 65 ετών και άνω, ο Dubiel ανήκει στους ακόμα λιγότερους που δέχθηκαν την επίθεσή της όντας στις αρχές της δεκαετίας των σαράντα (young οnset parkinsons)। Για πολλά χρόνια, πριν και μετά την επίσημη διάγνωση, αγνόησε την ασθένεια και συγκάλυψε το πρόβλημα από τον περίγυρό του। Παρά το ότι είχε δουλέψει εντατικά κατά την ανάλυση του λαϊκιστικού φαινομένου με τις συνέπειες της απώθησης των ασυνείδητων φόβων και καταναγκασμών, ο ίδιος υπέβαλε τον εαυτό του σ’έναν παρεμφερή μηχανισμό απόκρυψης της ασθένειας। Όπως στην κοινωνία και την πολιτική, έτσι και στην προσωπική βιογραφία, οι συνέπειες μιας τέτοιας απώθησης είναι οδυνηρές: για τον ίδιο κορυφώνονται με την αναγκαστική όσο και σχεδόν εξευτελιστική παραίτησή του από τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας.Δεκαπέντε χρόνια μετά, ωστόσο, ο Dubiel βρήκε το κουράγιο να αναμετρηθεί με τη νόσο και να απελευθερωθεί από ό,τι απωθούσε। Το βιβλίο του Tief im Hirn (Βαθειά μέσα στον εγκέφαλο) αποτελείμια ρεαλιστική περιγραφή
της ασθένειας και της πορείας ενός σημαντικού ανθρώπου σε μια προσωπική, κοινωνική και επιστημονική διαδρομή που εγκιβωτίζεται στη δύσκολη και, μέχρι τώρα, ανίατη συμπτωματολογία της νόσου।
Ο αναγνώστης του βιβλίου, εκτός από μια κατανοητή περιγραφή της ασθένειας και πληροφορίες γύρω από τη φαρμακολογία και τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της, έρχεται κυρίως αντιμέτωπος με τις συνέπειές της, έτσι τουλάχιστον όπως τις βιώνει ένας ασθενής: συγκάλυψη, απομόνωση, αίσθηση βαθιάς προσβολής και, συγχρόνως, αγώνας για αναγνώριση και αποδοχή, αλλά και για σωματική και πνευματική εγρήγορση είναι οι προσωπικές εμπειρίες και τα μηνύματα του συγγραφέα του βιβλίου. Ο ασθενής από τη νόσο του Πάρκινσον Dubiel έχει εμφυτευμένα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλό του, τα οποία, με τη βοήθεια μιας ρυθμίζουσας συσκευής – ενός τηλεκοντρόλ, του επιτρέπουν την επιλογή μεταξύ είτε του να μιλά είτε του να βαδίζει. Παρ ά τις ταλαιπωρίες, εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να στοχάζεται κριτικά και ελεύθερα. Στο βιβλίο, ο κοινωνικός επιστήμονας Dubiel διασυνδέει τις εμπειρίες του ως ασθενούς με την κριτική σκέψη: την εκδήλωση της ασθένειας με την τυχαιότητα, τη συγκάλυψή της με το φόβο του στιγματισμού, τη μάχη εναντίον της με όρους επιστημονικούς αλλά και ατομικούς, την κατανόησή της ως στοχείο των αναπότρεπτων αβεβαιοτήτων που αποτελούν τον κανόνα στις ‘κοινωνίες του ρίσκου’. Επειδή, πάντως, οι αμφισημίες και η συνθετότητα είναι συνοδευτικά στοιχεία όλων των κοινωνικών φαινομένων, όπως και όλων των στιγμών της προσωπικής ζωής, ο Dubiel δεν διστάζει να πει: ‘Εάν είχα την επιλογή μεταξύ μιας ζωής σε ένα σώμα και στη συνείδηση ενός άλλου (υγειούς) προσώπου και της συνέχισης της δικής μου ζωής μέσα σ’εμένα τον ίδιο, δεν θα δίσταζα λεπτό να αποφασίσω υπέρ της δεύτερης επιλογής’.

*Το βιβλίο σημείωσε εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία και προσφάτως μεταφράστηκε στα αγγλικά।Η φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης।


Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Πολιτική Εμπιστοσύνη



Κατακρήμνιση εμπιστοσύνης και εμμονές*


Όπως κι αν διαβαστεί η έρευνα της Public Issue, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Και όσον αφορά την κατάταξη των θεσμών βάσει της εμπιστοσύνης των πολιτών και όσον αφορά τη διακύμανση της εμπιστοσύνης, ο δείκτης εμπιστοσύνης στους κεντρικούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της ανταγωνιστικής οικονομίας, της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών και της μαζικής επικοινωνίας εμφανίζεται χαμηλός και πτωτικός.

Ας ξαναδιαβάσουμε τα στοιχεία της έρευνας διαφορετικά: Ολοι οι «διαιρετικοί θεσμοί», εκείνοι που εκπροσωπούν διακριτά και ανταγωνιστικά πολιτικά και κομματικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, γνωρίζουν την έλλειψη της εμπιστοσύνης των πολιτών. Από τα πολιτικά κόμματα μέχρι τα συνδικάτα, από τις τράπεζες και το χρηματιστήριο μέχρι τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και τον ΣΕΒ, κεντρικοί θεσμοί της νεωτερικής κοινωνίας και πολιτικής βρίσκονται σε μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης. Αλλά και οι «θεσμοί συναίνεσης», που προωθούν την εκπλήρωση στόχων αποδεκτών αδιακρίτως από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ομάδες, βρίσκονται στο στόχαστρο της κοινωνικής αμφισβήτησης. Από τους δικαστές μέχρι τα σχολεία και την Εκκλησία, από την τηλεόραση και τις εφημερίδες μέχρι τον ΑΣΕΠ, θεσμοί που προωθούν την εκπλήρωση διακυβευμάτων γενικής αποδοχής –Παιδεία, Δικαιοσύνη, ενημέρωση– βιώνουν μιαν άνευ προηγουμένου κρίση εμπιστοσύνης.

Το ότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς βρίσκεται στο ναδίρ, είναι αποτέλεσμα της εξακολουθητικής διάψευσης προσδοκιών και υποσχέσεων που βιώνει η κοινωνία. Η εμπιστοσύνη είναι, όμως, πάντοτε συνυφασμένη με τον βαθμό διακινδύνευσης και την αβεβαιότητα που υπάρχει σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης είμαστε ενώπιον ενός τέτοιου πλαισίου. Δεν είναι τυχαίο ότι από αυτήν την κατακρήμνιση εμπιστοσύνης, σχεδόν οι μόνοι θεσμοί που διασώζονται με ικανοποιητικό ή και υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης είναι οι δημόσιοι θεσμοί: Πυροσβεστική, ΟΤΕ, Ολυμπιακή(!), πανεπιστήμια, Συνήγορος του Πολίτη συγκροτούν μέρη ενός δημόσιου χώρου που γίνεται καταφύγιο του φόβου των πολιτών από τον κίνδυνο της ανεργίας, της κοινωνικής ανασφάλειας και της αυθαιρεσίας της γραφειοκρατίας.

Η αξιολόγηση των θεσμών φανερώνει κοινωνικά αδιέξοδα. Ενώπιον μιας ρευστής κοινωνικο–οικονομικής πραγματικότητας, οι πολίτες επιστρέφουν σε ιδεολογικές επιλογές μιας παρελθούσας κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτές προσδίδουν ψυχολογική ασφάλεια αλλά, δυστυχώς, δεν θεραπεύουν τις αιτίες της ανασφάλειας και του φόβου.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Καθημερινή και αφορά ανάλυση στοιχείων από την έρευνα της Public Issue για την Πολιτική Εμπιστοσύνη.

Βλ. σχ. στη διεύθυνση http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_1_28/12/2008_297513 - όπου και τα στοιχεία της έρευνας και επιπλέον σχολιασμός τους.

Το γράφημα από κείμενο των R. Dalton και St. Weldon και έρευνα της CSES, βλ. http://www.umich.edu/~cses/resources/results/POP_May2005.htm

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Τέλος της Μεταπολίτευσης;




Ελλείμματα δημοκρατικής ποιότητας και κρίση πολιτικής

Από την αποκατάστασή του μετά την πτώση της δικτατορίας, το δημοκρατικό μας πολίτευμα διακρίθηκε από σταθερότητα και ικανότητα διαχείρισης των δυσκολιών της δημοκρατικής μετάβασης. Οι θεσμικές συνιστώσες του κατέστησαν την ελληνική δημοκρατία ολοκληρωμένη και πλήρως αποκομμένη από το μοντέλο της «αυταρχικής» και «καχεκτικής δημοκρατίας» της προδικτατορικής περιόδου. Μπορεί διαδικαστικά και λειτουργικά η μεταπολιτευτική δημοκρατία να είναι ώριμη και ολοκληρωμένη, όμως εμφανίζει ελλείμματα ποιότητας. Η εξακολουθητική διαπλοκή στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας και η αμετακίνητη συνταγματική αναγνώριση της θέσης της «επικρατούσας θρησκείας» στην Ορθοδοξία ανήκει στα ελλείμματα της δημοκρατίας. Στα ελλείμματα αυτά συγκαταλέγεται η συχνή πλειοδοσία στην ιδεολογία του εθνικισμού και η στήριξη κλειστών κοσμοαντιλήψεων στην οποία επιδίδεται ένα άτυπο «καρτέλ των ελίτ» αποτελούμενο από εκείνους που παρακολουθούν με αμυντικά αντανακλαστικά την προσαρμογή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στα προαπαιτούμενα του μεταδιπολικού κόσμου.


Έλλειμμα ποιότητας της δημοκρατίας αποτελεί η αυξανόμενη αναντιστοιχία μεταξύ του ιδεολογικο-πολιτικού προσανατολισμού των πολιτών και των επιλογών των κομματικών παραγόντων. Στα γνωρίσματα της ελληνικής πολιτικής πριν τη δικτατορία ανήκει ο πολωτικός χαρακτήρας της. Στα επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής πολιτικής ανήκει η γεφύρωση των κοινωνικών σχάσεων και η αποκλιμάκωση του ριζοσπαστικού δυναμικού των κοινωνικών συγκρούσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 παρατηρήθηκε μια τάση συγκέντρωσης του εκλογικού σώματος σε κεντρώες θέσεις του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς και προτίμηση εκ μέρους της πλειοψηφίας του συναινετικών μεθόδων διακυβέρνησης. Ενώ, όμως, το εκλογικό σώμα κινείται συναινετικά, τα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες επιλέγουν την πόλωση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Οι πολίτες αμφισβητούν τα κόμματα επειδή δεν είναι αποτελεσματικά στην επίλυση προβλημάτων, αλλά και επειδή νοιώθουν ότι έχουν εγκαταληφθεί από αυτά.


Κομβικό ζήτημα για την ποιότητα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι η σχέση των κομμάτων με το κράτος και τους παράγοντες οικονομικής και επικοινωνιακής δύναμης. Κατά την τελευταία δεκαετία οι πολίτες με έκπληξη και δυσθυμία παρακολουθούν έναν μετωπικό εκλογικό αγώνα των κομμάτων, μια αγαστή συνεργασία όμως των κομμάτων της διακυβέρνησης και εναρμονισμένες διακομματικές πρακτικές όσον αφορά τη διείσδυσή τους στο κράτος για τη ρύθμιση ζητημάτων όπως είναι η χρηματοδότησή τους, η ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων, οι προνομίες των μέσων ενημέρωσης, κ.λπ. Ακόμη, με έκπληξη και δυσθυμία οι πολίτες παρακολουθούν τη μετατροπή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε μια δημοκρατία δημοσκοπική: η πολιτική διαδικασία συρρικνώνεται σε ένα εγχείρημα απλής μετατροπής της «γνώμης του λαού» σε πολιτική πράξη.


Πολλοί στις ημέρες μας κάνουν λόγο για κρίση του διπολισμού και του συστήματος της ανταγωνιστικής διακυβέρνησης. Εάν, ωστόσο, μελετήσει κανείς προσεκτικότερα τη συμπεριφορά των πολιτών, διαπιστώνει ότι ένα κλίμα αμφισβήτησης απλώνεται στο κομματικό σύστημα: έλλειμμα εμπιστοσύνης στις ηγεσίες των κομμάτων και περιορισμένες προσδοκίες από κάθε δυνατό συνδυασμό κυβερνητικής πρότασης αποτελούν μερικές ενδείξεις ότι η κρίση δεν αφορά μόνο το διπολικό σύστημα διακυβέρνησης αλλά το κομματικό σύστημα συνολικά. Όταν σε ένα κομματικό σύστημα κεντρώας τάσης όσον αφορά τον ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό των πολιτών, οι τελευταίοι κάνουν επιλογές κομμάτων που βρίσκονται ένθεν και ένθεν των κομμάτων κεντρώας τάσης, τότε αυτό που διακρίνει ένα τέτοιο σύστημα είναι το δυναμικό διαμαρτυρίας που έχει σωρρευτεί στο εσωτερικό του. Αν κάτι χαρακτηρίζει την 36χρονη δημοκρατία της μεταπολίτευσης σήμερα είναι το ισχυρό δυναμικό διαμαρτυρίας που την πολιορκεί. Ζητούμενο για το κομματικό σύστημα είναι τα κόμματα να στοιχηθούν όχι στο θυμικό της διαμαρτυρίας αλλά να αναδείξουν ό,τι το δυναμικό της διαμαρτυρίας θέλει να πει.


Η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Robert Dahl, On Democracy (Yale University Press).

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

O Λόγος της Αντι-μετανάστευσης



Lingua Faltsa

Εφέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη διακρατική συμφωνία που είχαν υπογράψει η Γερμανία και η Ελλάδα, με βάση την οποία για πολλές εκατοντάδες χιλιάδες συμπολιτών μας άνοιξε ο δρόμος της μετανάστευσης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η επέτειος δίνει αφορμές για σκέψη και σύγκριση με το σήμερα.

Μετανάστες που εργάστηκαν στα εργοστάσια της Γερμανίας αποκλήθηκαν Gastarbeiter, δηλαδή «φιλοξενούμενοι εργάτες», σύμφωνα με την επί λέξει μετάφραση της έννοιας στα ελληνικά. Παρά τον προφανή λεκτικό ευφημισμό που η έννοια εμπεριέχει με τη χρήση της λέξης «φιλοξενία» ως πρώτου συνθετικού, απροκάλυπτα παραμένουν τα δυσοίωνα νοήματά της: οι εργάτες-μετανάστες έχουν προσωρινά ως τόπο κατοικίας τους τη Γερμανία, η οποία τους προσφέρει εργασία, όχι όμως τη δυνατότητα μόνιμης εγκατάστασης ούτε την προοπτική μιας δεύτερης πατρίδας.

Αν και στη Γερμανία δημιουργήθηκε τελικώς ένα επιτυχημένο μοντέλο ενσωμάτωσης μεταναστών, η έννοια «Gastarbeiter» μεταβλήθηκε σε ένα γλωσσικό κλισέ που εμπεριέκλειε όλες τις παραπάνω νοηματικές συνδηλώσεις. Γι’αυτό οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την πλευρά της κριτικής δημοσιότητας και της διανόησης η έννοια να υποκατασταθεί από εκείνη του «αλλοδαπού εργαζόμενου» έπεσαν στο κενό: Η γλώσσα των κλισέ «σκέπτεται» και «κατασκευάζει» νοηματικά περιεχόμενα για τον εκάστοτε ομιλούντα που τα χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα μια τέτοια γλώσσα να έχει μεγαλύτερη δύναμη επιβολής από γλωσσικές φόρμες που προωθούν έναν διαφοροποιημένο εκφραστικό λόγο. Την επιβολή ενός παρόμοιου γλωσσικού κλισέ βιώνουμε στις μέρες μας, με επίκεντρο την εγχώρια συζήτηση για χορήγηση του δικαιώματος απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη χώρα επί μακρόν.


Δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία. Η συνέχεια του άρθρου εδώ

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=130569


Η εικόνα είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου του Colin Wilson, Ο Ξένος (The Outsider), Εκδόσεις Οξύ

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Ευρωσκεπτικισμός & Πολιτική Διαμαρτυρία


Η Ακροδεξιά δεν είναι μόνο προϊόν της κρίσης

"Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υψηλά ποσοστά συγκέντρωσαν τα κόμματα που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της πολιτικής διαμαρτυρίας. Έτσι θα χαρακτηρίσουμε το πολιτικό φάσμα, στο οποίο συγκεντρώνονται κομματικές δυνάμεις που λειτουργούν ως συλλέκτες ή και ως πολλαπλασιαστές της πολιτικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας των πολιτών.
Μιλώντας γενικά, η δυσαρέσκεια και η διαμαρτυρία αυτή είναι στοχευμένη άλλοτε εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και άλλοτε εναντίον της εθνικής πολιτικής σκηνής των επιμέρους κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι κομματικές δυνάμεις που εκφράζουν τα κάθε είδους αντιευρωπαϊκά συναισθήματα συγκροτούν το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, ενώ ο αντικομματισμός, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό, αλλά και η εναντίωση στον διαρκώς διευρυνόμενο πολιτισμικό πλουραλισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών αποτελούν πολιτικές στάσεις, τις οποίες καλλιεργεί η άκρα δεξιά.

Ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (έλαβε 17,4%), η Λίστα του Χανς-Πέτερ Μάρτιν στην Αυστρία (17,7%), το κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης των αδελφών Κατσίνσκι στην Πολωνία (27,4%), το Λαϊκό Κίνημα κατά της Ευρώπης στη Δανία (7%), ανήκουν στους κερδισμένους των Ευρωεκλογών.
Στους κερδισμένους συγκαταλέγονται και αρκετά κόμματα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, όπως το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία, το οποίο διπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του σε σχέση με το 2004 (12,7% από 6,3%), το ίδιο όπως και το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (14,8% από 6,8%).
Πάντως, μεταξύ των κομμάτων της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, την εντυπωσιακότερη άνοδο σημείωσε το Κόμμα της Ελευθερίας στην Ολλανδία: Πρόκειται για ένα νέο κόμμα, το οποίο με τις εθνικο-λαϊκιστικές και τις αντι-ισλαμικές θέσεις τού ιδρυτή του Γκέερτ Βίλντερς απογειώθηκε εκλογικά στο 17% σημειώνοντας το δεύτερο καλύτερο αποτέλεσμα μεταξύ των ολλανδικών κομμάτων, τερματίζοντας πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες του κυβερνώντος CDA, αλλά αρκετά μπροστά σπό τους Εργατικούς του PvdA.
.."

Η συνέχεια στο περιοδικό Μεταρρύθμιση, http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=4&subCatID=9&textID=882

Για τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ομάδες, βλ. σχ. http://www.europarl.europa.eu/parliament/public/staticDisplay.do?id=45&pageRank=4&language=EL

Ανάλυση των Ευρωεκλογών 2009, βλ. σχ. http://www.europarl.europa.eu/parliament/public/staticDisplay.do?language=EL&id=40

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Πολιτικά Κόμματα


Απόσπασμα από το άρθρο μου με τίτλο "Πώς γεμίζει η δεξαμενή της άκρας δεξιάς;", δημοσιευμένο στο βιβλίο "Κόμματα και Πολιτική στην Ελλάδα", επιμέλεια Γ. Κωνσταντινίδη, Ν. Μαραντζίδη, Τ. Παππά, Εκδ. Κριτική, 2009.

"Kατά τις δύο και πλέον τελευταίες δεκαετίες ερωτήματα περί της ανανέωσης και του μετασχηματισμού της κομματικής σκηνής στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικο-επιστημονικών αναλύσεων. Ο σχετικός προβληματισμός συμπυκνώθηκε στην όλη γνωστή συζήτηση περί της «αποευθυγράμμισης/αποστοίχισης» (dealignment) και της «επανευθυγράμμισης/επαναστοίχισης» (realignment) των ψηφοφόρων από τα κόμματα. Οι υπέρμαχοι της θέσης της «αποευθυγράμμισης» και της «επανευθυγράμμισης» είναι πολλοί. Ενδεικτικά αναφέρω το συλλογικό έργο των Dalton και Wattenberg (2000), στο οποίο μερικοί από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες των ημερών μας συμπυκνώνουν παλιότερες θέσεις τους και επεξεργάζονται πλούσιο εμπειρικό υλικό υποστηρίζοντας την αποδέσμευση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, τη φθορά των συναισθηματικών, οργανωτικών και ιδεολογικών δεσμών ψηφοφόρων-κομμάτων, την «παρακμή των κομμάτων» και την υποκατάσταση του ρόλου τους από νέες «μη-κομματικές μορφές δράσης», για να χρησιμοποιήσω ορισμένες χαρακτηριστικές διατυπώσεις του Dalton (2000: 23, 32). Ο αντίλογος στις προαναφερθείσες θέσεις έχει, επίσης, προ καιρού διατυπωθεί. Με επιστημονικό πάθος έχει συνεισφέρει στο σχετικό αντίλογο ο Mair (1993), ο οποίος θεωρεί «μύθο» την εκλογική μεταβολή και περισσότερο άξιο μελέτης το φαινόμενο της «ανθεκτικότητας» των παραδοσιακών/«παλιών» κομμάτων στις ώριμες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου.
Ωστόσο, ανάμεσα στις προαναφερθείσες οριακές θέσεις: «παρακμή των κομμάτων» από τη μια μεριά, «μύθος της εκλογικής μεταβολής» από την άλλη, χωρά και μια τρίτη περιγραφή.

Η εκλογική μεταβλητότητα αποτελεί αναντίρρητα ένα σύμπτωμα των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών δημοκρατιών, που έχει εμπειρικά αποτυπωθεί στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα , χωρίς ωστόσο να απολήγει ευθέως η παρατηρούμενη μεταβλητότητα σε ρευστότητα του κομματικού τοπίου. Για να εκφράσω διαφορετικά τις σκέψεις αυτές: μπορεί η εκλογική μεταβλητότητα να μην αποτελεί «μύθο», ωστόσο η αντίληψη ότι η χαλάρωση των συλλογικών (μεταξύ αυτών και των κομματικών) ταυτίσεων οδηγεί σε μεταβολή των πολιτικών και κομματικών προτιμήσεων των ψηφοφόρων, συνιστά μια απλοποίηση. Στην κρίση του περί του «μύθου της εκλογικής μεταβολής» ο Mair μάλλον σφάλλει (την αυξανόμενη εκλογική μεταβλητότητα στις ύστερες μεταπολεμικές δεκαετίες πιστοποιούν με στοιχεία τους και οι Dalton, McAllister και Wattenberg), έχει ωστόσο δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι «εξακολουθούμε να αναστοχαζόμαστε το πολιτικό ως μια λίγο έως πολύ αυτόματη αντανάκλαση του κοινωνικού». Ότι δηλαδή «όταν αλλάζει η κοινωνία υποθέτουμε ότι αλλάζει αυτομάτως και η πολιτική και όταν γίνονται δυσδιάκριτοι οι ταξικοί ή άλλοι κοινωνικοί διαχωρισμοί υποθέτουμε ότι ακολουθεί αναπότρεπτα η εκλογική μεταβολή» (Mair 1993: 129-130). H πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική και ενίοτε πιο σύνθετη, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι πολιτικές διαιρέσεις και οι κομματικές ευθυγραμμίσεις μπορούν να επιβιώσουν των κοινωνικών αιτίων που τις προκάλεσαν, με αποτέλεσμα οι κομματικές ευθυγραμμίσεις των ψηφοφόρων (party alignment) να αποδεικνύονται ανθεκτικότερες από τις κομματικές ταυτίσεις (party identification) του εκλογικού σώματος.


Σε ό,τι αφορά στο ελληνικό κομματικό σύστημα και ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον κεντροδεξιό και δεξιό πόλο του, ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τη διάταξη των κομματικών δυνάμεων στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, καθώς και τις μεταβολές που συντελούνται στην περιοχή αυτή του κομματικού συστήματος από το 2000 και μετά, όταν στο δεξιό άκρο της κομματικής σκηνής κάνει την εμφάνισή του το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑ.Ο.Σ.). Ήταν η χαλάρωση των κομματικών ταυτίσεων μερίδας των συντηρητικών εκλογέων με τη Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.) ο λόγος που οδήγησε στην ίδρυση ενός κόμματος στα δεξιά της επί του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα ή ήταν η αλλαγή στη στρατηγική αντιμετώπισης του ακροδεξιού κομματικού χώρου εκ μέρους της Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή, συγκριτικά με την αντίστοιχη στρατηγική του ιδρυτή της, η αιτία που δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας αυτοδύναμης παρουσίας του ΛΑ.Ο.Σ. στην κομματική σκηνή; Η διατύπωση του ερωτήματος κατ’αυτό το διαζευκτικό σχήμα κάθε άλλο παρά αποκλείει συνθετικού τύπου απαντήσεις. Με άλλα λόγια, η «κρίση των κομμάτων» και η ιδεολογικο-πολιτική «ομογενοποίηση» των κυβερνητικών κομμάτων μπορεί να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάδειξη νέων κομμάτων: διαμαρτυρίας ή/και ιδεολογικής ακαμψίας.

Αυτή, ωστόσο, η διαπίστωση είναι γενική προκειμένου να εξηγηθεί η κινητικότητα στην κομματική σκηνή, σε περιοχές συνήθως ένθεν και ένθεν των κομμάτων που είναι σε «κρίση» και «συγκλίνουν». Πολλώ μάλλον που τα τελευταία συχνά έχουν επιβιώσει αρκετά καλά σε συνθήκες κρίσης (βλ. Schmidt 1983), ενώ η διεύρυνση της πολυσυλλεκτικότητας έχει οδηγήσει τα κόμματα σε εκλογικούς θριάμβους. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι άλλοτε υπάρχουν περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέων κομμάτων, τα κόμματα που θίγονται από μια ενδεχόμενη διεύρυνση του κομματικού πλουραλισμού ή και από ευρύτερες ανακατατάξεις στο κομματικό σύστημα ποιες στρατηγικές εφαρμόζουν προκειμένου να απαντήσουν σε μια τέτοια νέα πραγματικότητα; Εν τέλει, πώς απάντησε η Ν.Δ. στην πρόκληση που δέχθηκε από τα δεξιά της τόσο κατά την πρώτη περίοδο (κόμματα του «εθνικού χώρου») όσο και κατά την ύστερη περίοδο της μεταπολίτευσης (ΛΑ.Ο.Σ.);"

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Η "πολύπλοκη αλχημεία" της άκρας δεξιάς



Από την Εισαγωγή μου στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Paul Hainsworth (ed.), Η Ακροδεξιά. ιδεολογία-Πολιτική-Κόμματα, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση 2004


"…Όπως προκύπτει από την ποικιλία στον ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό της νέας άκρας δεξιάς, αυτή εμφανιζόμενη άλλοτε με τα μορφολογικά γνωρίσματα του δεξιού αυταρχισμού, άλλοτε πάλι με εκείνα του προνοιακού σοβινισμού και άλλοτε του λαϊκιστικού αντικρατισμού, παρουσιάζεται διαρκώς ως το αποτέλεσμα της ανάμειξης και της συγχώνευσης σε έναν ενιαίο κορμό μεταξύ τους αντιφατικών ή και αντιθετικών κοινωνικών αιτημάτων και πολιτικών ρευμάτων. Aποδίδοντας στη νέα άκρα δεξιά τον χαρακτηρισμό «πολύπλοκη αλχημεία», ο Hainsworth, πέρα από τα όποια ειδικά γνωρίσματα της προσάπτει, αναδεικνύει κατ’ ουσίαν ως κυρίαρχο στοιχείο της τη λειτουργία της σύντηξης και συναίρεσης που, ως δυνατότητα, εντοπίζεται στη μήτρα του φαινομένου της νέας ακροδεξιάς. Kατά τη γνώμη μας, η λειτουργία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αρθεί η πολιτική χασμωδία που εμφανίζεται από τη συνάντηση αντιφατικών και αντιθετικών πολιτικο-ιδεολογικών ρευμάτων, αλλά και προκειμένου να μετατραπεί αυτή η χασμωδία σε πολυσυλλεκτικότητα (ή, τουλάχιστον, σε πολυσυλλεκτική διαθεσιμότητα) όσον αφορά τη διεισδυτικότητα της νέας άκρας δεξιάς στο εκλογικό σώμα. Mια τέτοια λειτουργία, η οποία θα συναιρεί ή και θα συντήκει στην ιδεολογία και τον πολιτικό/προγραμματικό λόγο της νέας άκρας δεξιάς ιδέες και αντιλήψεις μιας υπερσυντηρητικής και αυταρχικής δεξιάς, μαζί με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις του πολιτικού κέντρου ή, ακόμη, και με ορισμένες ριζοσπαστικές κοινωνικές αντιλήψεις των άκρων στα αριστερά του πολιτικού κέντρου, χρειάζεται ένα ειδικό μέσον που θα προσανατολίζει και θα κινητοποιεί προς μια συγκεκριμένη ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση το μείγμα που προκύπτει. H σαφής κλίση προς την ακροδεξιά που προσλαμβάνει το συνηρημένο μείγμα, αυτή η ακροδεξιά σύντηξη, αναδεικνύεται μέσα από την προβολή και την υπεράσπιση οργανικών αντιλήψεων για το λαό και την κοινωνία, καθώς και εθνοτικών προσδιορισμών για το έθνος και την εθνική ταυτότητα, επικρατούσα παραλλαγή των οποίων αποτελεί η ξενοφοβία και ο διαφορικός ρατσισμός. Eίναι ενδεικτικό ότι σαφή στοιχεία τέτοιων αντιλήψεων, τα οποία οδηγούν σε μια ποικιλία προκαταλήψεων, απροκάλυπτα εντοπίζονται ή, έστω, ελλοχεύουν σε επιμέρους πολιτικά ρεύματα που συναντώνται στην ιδεολογία και στην πολιτική και προγραμματική παρουσία της νέας ακροδεξιάς..."

Για το βιβλίο, βλ. επίσης τη Βιβλιοκριτική της Ντόρας Γιαννάκη στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας:
http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=14/01/2005&id=41159680

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

ΜΑΘΗΜΑ: Περί Δημοκρατίας


ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ: ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ, ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΑ, ΜΙΚΤΑ
[Μάθημα υποχρεωτικό επιλογής 4ου εξαμήνου]
Διδάσκουσα: αν. καθ. Βασιλική Γεωργιάδου

Περιγραφή:
Στο επίκεντρο του γνωστικού ενδιαφέροντος του μαθήματος βρίσκονται τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης (κοινοβουλευτικά, προεδρικά, αμεσοδημοκρατικά), τα οποία –σε παραλλάγες και αποκλίσεις από τον σχετικό ιδεότυπο– έχουν υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Στο μάθημα θα παρουσιαστούν οι κύριες μορφές των συστημάτων διακυβέρνησης και θα αναζητηθούν οι ιστορικο-πολιτισμικές καθώς και οι πολιτικο-θεσμικές προϋποθέσεις που συμβάλλουν στην καθιέρωση των διαφορετικών αυτών μορφών.

Τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης θα εξεταστούν, επίσης, από τη σκοπιά των αρχών που διέπουν τη διευθέτηση των διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων και την επίλυση των συγκρούσεων. Διάκριση θα γίνει μεταξύ των συστημάτων διακυβέρνησης που διέπονται από την ανταγωνιστική αρχή (πρόκειται για το «ουεστμινστεριανό μοντέλο» δημοκρατίας) και εκείνων που διέπονται από τη συναινετική αρχή (πρόκειται για το «διαπραγματευτικό μοντέλο» δημοκρατίας). Επιπλέον, θα εξεταστούν «ενδιάμεσα» συστήματα διακυβέρνησης, στα οποία τόσο το στοιχείο του ανταγωνισμού όσο και το στοιχείο της συναίνεσης είναι παρόντα στην οργάνωση των πολιτικών θεσμών και στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.

Μελετώντας τα συστήματα διακυβέρνησης από τυπική-περιγραφική, αλλά και από εμπειρική-αναλυτική σκοπιά, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο θεσμικό περιβάλλον των διαφορετικών συστημάτων διακυβέρνησης, στην ποιότητα της δημοκρατίας και στα αποτελέσματα της πολιτικής που προκύπτουν από τη λειτουργία τους. Μάλιστα, καθώς η έννοια της συναίνεσης έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο κατά τρόπο αδιαφοροποίητο, ενώ ο τύπος της «συναινετικής δημοκρατίας» συχνά εκλαμβάνεται ως πρότυπο προς το οποίο οφείλουν να προσαρμοστούν τα συστήματα διακυβέρνησης προκειμένου να υπερβούν τις αδυναμίες τους, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους υπάρχοντες επιμέρους τύπους συναινετικών (ορθότερο: διαπραγματευτικών) δημοκρατιών και στις συνθήκες που οδηγούν στην ανάδειξή τους.

Καθώς τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης παρουσιάζουν εμφανείς δυσλειτουργίες και, συν τω χρόνω, περιορίζεται ο βαθμός αποδοχής τους από το εκλογικό σώμα των κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, στο μάθημα θα αναζητηθούν οι αιτίες αυτής της κατάστασης: Κατά πόσο η μείωση της εκλογικής συμμετοχής και οι διεργασίες «αποευθυγράμμισης» των ψηφοφόρων από τα κόμματα που παρατηρούνται στα ανταγωνιστικά μοντέλα δημοκρατίας, αλλά και η ενίσχυση του ακροδεξιού πόλου που λαμβάνει χώρα στα συναινετικά μοντέλα, καθώς και το διαρκές «μπλοκάρισμα» της πολιτικής που χαρακτηρίζει τα μικτά/ενδιάμεσα συστήματα διακυβέρνησης αποτελούν συνέπειες των λειτουργικών αρχών που διέπουν τα διαφορετικά αυτά μοντέλα δημοκρατίας;

•Στη διάρκεια των μαθημάτων θα προσκληθούν επιστήμονες και άτομα με ειδική γνώση σε επιμέρους θεματικές, προκειμένου να προσεγγίσουμε το γνωστικό μας αντικείμενο πολύπλευρα και να αξιοποιήσουμε κατάλληλα διαφορετικές πηγές πληροφόρησης και γνώσης.
•Θα προγραμματιστεί επίσκεψη στην Ελληνική Βουλή από ομάδα φοιτητών/τριών που παρακολουθούν το μάθημα.

Τρόπος εξέτασης και συμμετοχής στο μάθημα:
Οι εξετάσεις στο μάθημα είναι προφορικές.
Φοιτητές/-τριες που μετέχουν συστηματικά στις παραδόσεις, έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την επεξεργασία επιμέρους θεμάτων, τα οποία εντάσσονται στη διδακτέα ύλη και με τη μορφή σύντομων εισηγήσεων να παρουσιάσουν τα θέματα που έχουν επεξεργαστεί στο μάθημα, συμβάλλοντας στη βελτίωση της τελικής αξιολόγησής τους.
Θέματα εισηγήσεων ορίζονται μετά από συνεννόηση με τη διδάσκουσα.

Κατάλογος Συγγραμμάτων:
(Επιλογή δύο από τα αναφερόμενα τέσσερα βιβλία)
•Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, Αθήνα: Σαββάλας, 2004.
•Franz Lehner & Ulrich Widmaier, Συγκριτική Πολιτική, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο 2007.
•Robert Dahl, Περί Δημοκρατίας, Αθήνα: Ψυχογιός, 2001.
•Βασιλική Γεωργιάδου, Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Αθήνα: Καστανιώτης 2008.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
•Armingeon, K., «The Effects of Negotiation Democracy: A Comparative Analysis», Εuropean Journal of Political Research, τεύχ. 41(1), 2002, σελ. 81-105.
•Alan R. Ball & B. Gay Peters, Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση, Αθήνα: Παπαζήση 2001.
•David Held, Μοντέλα Δημοκρατίας, Αθήνα: Πολύτροπον, 2007.
•Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, Αθήνα: Πόλις, 2006.
•Rod Haque & Martin Harrop, Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση, Αθήνα: Κριτική 2005.
•Η. D. Klingemann & D. Fuchs (eds), Citizens and the State, New York: Oxford University Press.
•Κόλιν Κράουτς, Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές 2006
•Arendt Lijphart, Patterns of Democracy. Government Forms and Performance in Thirty-Six Countries, New Haven & London: Yale University Press, 1999.
•Giovanni Sartori, Συγκριτική Συνταγματική Μηχανική, Αθήνα: Παπαζήση, 2007.
•Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα: Πόλις 2004.
• Pippa Norris (ed.), Critical Citizens. Oxford: Oxford University Press 1999.
•Τσεμπελής, Γιώργος, «Λήψη αποφάσεων στα πολιτικά συστήματα: αρνησίκυροι παίκτες», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών (ειδική έκδοση), Αθήνα 2003

Περιοδικά με αφιερωματικά τεύχη για τη δημοκρατική διακυβέρνηση:
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τεύχος 24/2010, «Διακυβέρνηση».

Θεματικές ενότητες:
•Εισαγωγή στην προβληματική του μαθήματος (03.03.)
•Ορίζοντας τις έννοιες και συζητώντας για τις διαδικασίες:
Δημοκρατία – Εκδημοκρατισμός – Διακυβέρνηση – Συναίνεση (10.03.)
•Αντιπροσωπευτικά συστήματα διακυβέρνησης και αμεσοδημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης: Η θεσμική διάσταση των εξουσιών (17.03.)
•Ανταγωνιστικά και συναινετικά συστήματα διακυβέρνησης:
τρόποι διευθέτησης των κοινωνικο-οικονομικών συγκρούσεων και λήψης των πολιτικών αποφάσεων (24.03)
•Αναλύοντας τα προεδρικά συστήματα διακυβέρνησης:
Η περίπτωση των ΗΠΑ (14.04)
•Ανταγωνιστική δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός στη Μεγάλη Βρετανία (21.04)
•Αναλογική δημοκρατία και ιδιότυπο «πελατειακό σύστημα» στην Αυστρία (28.04.)
•Απαγορεύοντας τους μιναρέδες συναινετικά και αμεσοδημοκρατικά: δημοψηφίσματα και ψηφοφορίες βάσης στην Ελβετία (05.05.)
•Ομοσπονδιακή δημοκρατία και «δημοκρατία του καγκελάριου»:
«μπλοκαρισμένο» σύστημα διακυβέρνησης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (12.05).
•Δημοκρατικά και «μεταδημοκρατικά» συστήματα διακυβέρνησης.
Η περίπτωση της Δεύτερης Ιταλικής Δημοκρατίας και το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι» (19.05.)
•Αξιολογώντας τα συστήματα διακυβέρνησης:
πότε μια δημοκρατία είναι «καλύτερη» από μια άλλη; (26.05.)
•Δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης σε κρίση;
Το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» και οι γνώμες των πολιτών για τη δημοκρατία (02.06.)

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Η άκρα δεξιά από ιστορική σκοπιά


Παρουσίαση από τη Βασιλική Γεωργιάδου του βιβλίου: Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, Scripta 2004

"Ο γαλλο-ιταλός ιστορικός Pierre Milza καταγράφει στο βιβλίο του αυτό διεξοδικά τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, τις ομάδες και τις οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, καθώς και τις ηγετικές φυσιογνωμίες που επηρέασαν την πορεία του συγκεκριμένου χώρου στη μεταπολεμική Ευρώπη, από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σχεδόν τις μέρες μας. Ταυτοχρόνως, αναζητεί με επιμονή τις ιδεολογικο-πολιτικές συνιστώσες της μεταπολεμικής ακροδεξιάς, καθώς τον απασχολούν ιδιαιτέρως οι σχέσεις εκλεκτικής συγγένειάς της με τον φασισμό και τον ναζισμό..."

Η συνέχεια στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ:

Η άκρα δεξιά στη μεταπολεμική Ευρώπη


Παρουσίαση του Πέτρου Θεοδωρίδη για το βιβλίο:
Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης, Εκδ. Καστανιώτη 2008

"Γιατί ψηφίζουν τόσοι πολλοί την Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη; Τα κόμματα της άκρας δεξιάς ψηφίζονται από 'θύματα' και 'χαμένους' των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων. Όμως η σταθεροποίηση του ακροδεξιού χώρου μάλλον οφείλεται σε μια κοινή ατζέντα εναντίωσης στην μετανάστευση καθώς και στο σύστημα συναινετικής, διακυβέρνησης.Όσο περισσότερο απαξιώνονται στα μάτια τους οι θεσμοί , τόσο ενισχύονται τα κόμματα που βρίσκονται στα άκρα των ιδεολογικών πόλων. Σε τέτοια συγκυρία οι δυνάμεις του δεξιού άκρου είναι οι περισσότερο ωφελημένες ισχυρίζεται η Βασιλική Γεωργιάδου ,συγγραφέας του ογκώδους βιβλίου για την Ακροδεξιά στην Ευρώπη .Πέρα από τις πολύτιμο εμπειρικό υλικό, αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς έρευνας σε έξι χώρες της Ευρώπης..."

Η συνέχεια στη διεύθυνση:

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΜΑΘΗΜΑ: Η μεταπολεμική άκρα δεξιά


NEA AKPA ΔEΞIA: KOMMATA, EKΛOΓEΣ, ΨHΦOΣ
[Μάθημα Ελεύθερης Επιλογής Εαρινού Εξαμήνου 2010]
Διδάσκουσα: αν. καθ. Βασιλική Γεωργιάδου

Περιγραφή:
Στο μάθημα αναλύεται το φαινόμενο της άκρας δεξιάς στη Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα. Οι παραδόσεις διαρθρώνονται σε τέσσερα μέρη:
Στο πρώτο μέρος, το γνωστικό ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στη μελέτη της πολιτικής και της ιδεολογικής φυσιογνωμίας της άκρας δεξιάς: Τι πρεσβεύει η άκρα δεξιά; Διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες ή δεσμούς με τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες της δεκαετίας του 1930; Είναι δημοκρατική και πώς οικοδομεί τις σχέσεις της με τα δημοκρατικά καθεστώτα του μεταπολεμικού κόσμου; Γιατί υπερασπίζεται τις δημοψηφισματικές διαδικασίες και ποια η σχέση της με τον κοινοβουλευτισμό; Είναι «συστημική» ή «αντισυστημική» η μεταπολεμική ακροδεξιά; Λειτουργεί ως «συλλέκτης» της πολιτικής διαμαρτυρίας στις δημοκρατίες του ύστερου μεταπολεμικού κόσμου; Τα ερωτήματα αυτά θα μας απασχολήσουν στο πρώτο μέρος του μαθήματος.
Στο δεύτερο μέρος, το ενδιαφέρον μας μεταφέρεται στις μορφολογικές παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζεται η άκρα δεξιά από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο («πρώτο κύμα» της άκρας δεξιάς), έως την περίοδο του μεταβιομηχανισμού («δεύτερο κύμα» της άκρας δεξιάς) και, τέλος, μέχρι την μεταψυχροπολεμική εποχή και την εποχή της παγκοσμιοποίησης («τρίτο κύμα» της άκρας δεξιάς). Θα εξηγήσουμε τη σημασία της «κυματοειδούς» ανάπτυξης της άκρας δεξιάς, θα παρουσιάσουμε τα χαρακτηριστικά των τριών κυμάτων και θα αναδείξουμε τους λόγους που προκαλούν τη μετεξέλιξη του ακροδεξιού φαινομένου από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα και τη μετατροπή του από έναν «πομφόλυγα» σε έναν παράγοντα της πολιτικής σκηνής.
Στο τρίτο μέρος εξετάζουμε τις αιτίες που προκαλούν την άνοδο του ακροδεξιού φαινομένου. Αναφορά θα γίνει στο «κοινωνικο-ψυχολογικό επιχείρημα»: η άνοδος της άκρας δεξιάς διασυνδέεται με τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που επέρχονται όταν εμφανίζονται κοινωνικοί μετασχηματισμοί και κρίσεις, καθώς και με τους φόβους, αλλά και τις δυσκολίες της κοινωνικής προσαρμογής στις αλλαγές αυτές. Έμφαση θα δοθεί, επίσης, στο «πολιτικο-θεσμικό επιχείρημα»: η ποιότητα του κομματικού ανταγωνισμού και τα ανταγωνιστικά ή τα συναινετικά γνωρίσματα των συστημάτων διακυβέρνησης δημιουργούν λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άνοδο της άκρας δεξιάς. Τέλος, η ισχύς της άκρας δεξιάς εξετάζεται με βάση το «επιχείρημα της πολιτικής στρατηγικής»: η στάση που τηρούν τα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικές δυνάμεις της παραδοσιακής δεξιάς έναντι των των δυνάμεων της άκρας δεξιάς αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για την ισχύ του ακροδεξιού φαινομένου.
Στο τέταρτο μέρος το ενδιαφέρον στρέφεται στα κόμματα της άκρας δεξιάς των χωρών της κεντρικής, νότιας και βόρειας Ευρώπης. Ξεχωριστή αναφορά θα γίνει στην Ελλάδα και στα κόμματα του ακροδεξιού χώρου που κάνουν την εμφάνισή τους κατά τη Μεταπολίτευση. Η θέση των κομμάτων της άκρας δεξιάς στο κομματικό σύστημα, οι ιστορικο-πολιτικές συνθήκες που τα ανέδειξαν, η ιδεολογία τους και οι πολιτικές θέσεις που πρεσβεύουν, αλλά και ο πολιτικός λόγος που χρησιμοποιούν, είναι ζητήματα που θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως. Στο πλαίσιο αυτό θα ασχοληθούμε ειδικότερα με την εκλογική κοινωνιολογία της ακροδεξιάς ψήφου: ποιες κοινωνικο-δημογραφικές ομάδες ψηφίζουν τα κόμματα αυτά, ποια είναι τα κίνητρα της εκλογικής επιλογής, πώς διαμορφώνονται και γιατί μεταβάλλονται οι εκλογικές προτιμήσεις για την άκρα δεξιά αποτελούν ερωτήματα, στα οποία θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απαντήσεις.

Στη διάρκεια των μαθημάτων θα προβληθεί η κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη Ντένις Γκάνσελ «Το Κύμα», το σενάριο της οποίας στηρίχθηκε σε ένα πείραμα που έγινε σε σχολείο της Καλιφόρνιας το 1967. Το σχολικό πείραμα έδειξε την έλξη που μπορεί να ασκούν ακόμη οι ιδέες και οι πρακτικές του ολοκληρωτισμού, αλλά και την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης εκ μέρους των πολιτών και ενίσχυσης του δημοκρατικού φρονήματος. Στόχος της προβολής είναι να προσεγγίσουμε το γνωστικό αντικείμενο του μαθήματος πολύπλευρα, αξιοποιώντας διαφορετικές πηγές πληροφόρησης και συνδυάζοντας τις πηγές αυτές για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου.
Μετά την προβολή της ταινίας θα ακολουθήσει συζήτηση.

Τρόπος εξέτασης και συμμετοχής στο μάθημα:
Οι εξετάσεις στο μάθημα είναι γραπτές.
Φοιτητές/-τριες που μετέχουν συστηματικά στις παραδόσεις, έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την επεξεργασία επιμέρους θεμάτων, τα οποία εντάσσονται στην ύλη του μαθήματος και, με τη μορφή σύντομων εισηγήσεων, να τα παρουσιάσουν στο μάθημα, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη βελτίωση της τελικής αξιολόγησής τους.
Σεμιναριακές εργασίες ανατίθενται μόνο σε φοιτητές/-τριες του τρίτου και τέταρτου έτους σπουδών που παρακολουθούν συστηματικά το μάθημα. Οι σεμιναριακές εργασίες παρουσιάζονται προφορικά και δεν είναι απαλλακτικές, αλλά συμβάλλουν στη βελτίωση της τελικής αξιολόγησης του/της συντάκτη τους. Επιπλέον, στους συντάκτες των σεμιναριακών εργασιών οι οποίες βαθμολογήθηκαν τουλάχιστον με «οκτώ», δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής στην εξεταστική διαδικασία με θέματα που κατά το ήμισυ προέρχονται από το γνωστικό αντικείμενο της σεμιναριακής εργασίας που συνέταξαν.
Θέματα εισηγήσεων και εργασιών ορίζονται μετά από συνεννόηση με τη διδάσκουσα.

Κατάλογος συγγραμμάτων:
1) Βασιλική Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Αθήνα: Καστανιώτης 2008.
2) Pierre Milza, Oι μελανοχίτωνες της Eυρώπης. H ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 έως σήμερα, Αθήνα: Scripta 2004.
3) Paul Hainsworth (επιμ.), Η ακροδεξιά. Ιδεολογία, πολιτική, κόμματα Αθήνα: Παπαζήσης 2004.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
•Betz, Hans-Georg, Radical right-wing populism in Western Europe. Basingstoke: MacMillan 1994.
•Betz, Hans-Georg, Stefan Immerfall (eds.), The new politics of the right. Neo-populist parties and movements in established democracies. Basingstoke: MacMillan, 1998.
•Γεωργιάδου, Βασιλική, «Πως γεμίζει η δεξαμενή της άκρας δεξιάς: στρατηγικές αντιμετώπισης του ΛΑ.Ο.Σ. και ψήφος διαμαρτυρίας», στο Κωνσταντινίδης, Γ., Μαραντζίδης, Ν. & Παππάς, Τ. (επιμ.), Κόμματα και πολιτική στην Ελλάδα, Αθήνα: Κριτική, 2009.
•Γεωργιάδου, Βασιλική, «Ψηφίζοντας την άκρα δεξιά. Η εκλογική επιλογή του ΛΑ.Ο.Σ.», EΠIΣTHMH KAI KOINΩNIA, τεύχος 19, εκδ. Aντ. N. Σάκκουλα, Aθήνα 2009.
•Ignazi, Piero, Extreme Right Parties in Western Europe, New York: Oxford University Press, 2003.
•Kitschelt, Herbert, Anthony J. McGann, The radical right in Western Europe. A comparative analysis. Ann Arbor: The University of Michigan Press, 1995
•Laclau, Ernesto, Πολιτική ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία. Kαπιταλισμός, φασισμός, λαϊκισμός, μτφ.-επιμ. Γρηγόρης Aνανιάδης. Θεσσαλονίκη: Eκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, 1983.
•Mény, Yves, Ynes Surel (eds.), Democracies and the populist challenge. Palgrave, 2002.
•Mouffe, Chantal, Tο δημοκρατικό παράδοξο, προλ.-επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, εκδ. Πόλις, Aθήνα, 2004.
•Mudde, Cas, The Ideology of the extreme right, Manchester: Manchester University Press.
•Norris, P., Radical Right. Voters and parties in the electoral market, Cambridge University Press 2005.
•Taggart, Paul, Populism, Open University Press, Buckingham-Philadelphia, 2000.

Περιοδικά με αφιερωματικά τεύχη για την Άκρα Δεξιά:
•EΠIΣTHMH KAI KOINΩNIA, τεύχος 12/2004, «Nεο-λαϊκισμός».
•ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1827/2009, «Η ακροδεξιά σήμερα».
•West European Politics, τεύχος 2/1998, Right-Wing Extremism in Western Europe.
•European Journal of Political Research, τεύχος 1/1992, Extreme Right-Wing Parties in Europe.

Θεματικές ενότητες:
• Eισαγωγή στη θεματική: Tι θα εξετάσουμε στο μάθημα (25.02.)

• H μεταπολεμική άκρα δεξιά: Zητήματα ορισμού και παραλλαγές του ακροδεξιού φαινομένου – «ακροδεξιά» ή «ακραία», «εξτρεμιστική», «ριζοσπαστική» και «λαϊκιστική» δεξιά; (04.03.)

• Ποια είναι η άκρα δεξιά, τι πρεσβεύει, ποια η σχέση της με τον Αντι-διαφωτισμό και τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες της δεκαετίας του 1930 (11.03)

• Άκρα δεξιά και δημοκρατία: είναι δημοκρατική ή αντιδημοκρατική η άκρα δεξιά; Ποια η θέση της στα δημοκρατικά συστήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης (18.03.)

• Τα τρία «κύματα» της άκρας δεξιάς: γνωρίσματα και κύριοι εκπρόσωποι. Tα κόμματα της άκρας δεξιάς του «πρώτου κύματος» (δεσπόζουσα περίπτωση ακροδεξιάς), του «δεύτερου κύματος» (λαϊκιστική-αντικρατική ακροδεξιά) και του «τρίτου κύματος» (ξενοφοβική και σοβινιστική ακροδεξιά): Mια τυπολογία (15.04.)

• Αιτίες της εμφάνισης και ενδυνάμωσης της άκρας δεξιάς: κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και πολιτικο-θεσμικές υποθέσεις εργασίας (22.04.)

• Προβολή της κινηματογραφικής ταινίας «Το Κύμα». Συζήτηση (29.04.)

• Η άκρα δεξιά των κομματικών συστημάτων: τα κόμματα της άκρας δεξιάς σε Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Γερμανία και Ελλάδα (06.05., 13.05.)

• O πολιτικός λόγος της άκρας δεξιάς και το στυλ πολιτικής των ηγετών της: ευθυγράμμιση στην «πολιτική ζήτηση» (20.05.)

• H εκλογική κοινωνιολογία της άκρας δεξιάς: ποιοι ψηφίζουν την άκρα δεξιά και γιατί (27.05.)

• Παρουσιάσεις εργασιών – Ανακεφαλαίωση της ύλης του μαθήματος (03.06.)