Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αποκλεισμός ή στιγματισμός της εξτρεμιστικής δεξιάς;


Το ερώτημα μας απασχολεί εσχάτως αρκετά: πόσος μιντιακός χωροχρόνος (πρέπει να) δίνεται στην εξτρεμιστική δεξιά; Το ζήτημα εμπεριέχει μια διάσταση διαγνωστική, έχει δηλαδή να κάνει με το πώς τα ΜΜΕ στη σημερινή συγκυρία καλύπτουν έργα και ημέρες του δεξιού εξτρεμιστικού χώρου· διαθέτει, όμως, και μια διάσταση δεοντολογική. Σε μια φιλελεύθερη-πλουραλιστική δημοκρατία θα μπορούσε να υπάρξει –για λόγους άμυνας της δημοκρατίας– κάποιος έλεγχος στην πληροφόρηση όσον αφορά τον λόγο και τη δράση οργανώσεων που κινούνται στο περιθώριο του δημοκρατικού πλαισίου;
Στην εγχώρια συζήτηση τείνουν, μέχρι στιγμής, να διαμορφωθούν δύο τάσεις όσον αφορά τις απαντήσεις στο αφετηριακό ζήτημα της κάλυψης των δράσεων των  εξτρεμιστών από τα Μίντια: η πρώτη τάση υποστηρίζει τον αποκλεισμό τους από τα ΜΜΕ και η δεύτερη την απεριόριστη έκθεσή τους σε αυτά. Οι οπαδοί της θέσης του αποκλεισμού υποστηρίζουν ότι η έλλειψη ορατότητας των εξτρεμιστών από το κοινό περιορίζει τη διείσδυση και την επιρροή τους σε αυτό. Αντιθέτως, οι υπέρμαχοι της θέσης της μιντιακής (υπέρ-)έκθεσης των δεξιών εξτρεμιστών έχουν την άποψη ότι όσο περισσότερο πληροφορείται το κοινό για τις ακραίες πράξεις, τον λόγο και τη συμπεριφορά τους, τόσο λιγότερο ελκύεται από όσα αυτοί πρεσβεύουν.
Και οι δύο προαναφερθείσες τοποθετήσεις, παρά το ότι είναι διαμετρικά αντίθετες, στηρίζονται σε μια κοινή παραδοχή, ότι δηλαδή η πολιτική-εκλογική απήχηση και επιρροή της εξτρεμιστικής δεξιάς είναι κατασκευάσιμη από τα ΜΜΕ. Αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος που τα Μίντια καλύπτουν τη θεματική του εξτρεμισμού επηρεάζει το κοινό, αν και τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις κατηγορίες του κοινού, ούτε η οποιαδήποτε δυνατότητα επιρροής τους παραμένει αμετάβλητη στα διαφορετικά στάδια εκδήλωσης του εξτρεμιστικού φαινομένου.
•Καταρχάς να σημειωθεί ότι υπάρχει ένα κοινό που προσεγγίζει τον χώρο του δεξιού εξτρεμισμού πολύ πριν αυτός προσελκύσει το ενδιαφέρον της TV και του Τύπου. Χωρίς να αποκλείουμε τυχαίους παράγοντες, μια αυταρχική δομή προσωπικότητας (Th. Adorno) και ένας κλειστός τρόπος σκέψης (M. Rokeach) αποτελούν συνήθη χαρακτηρολογικά στοιχεία του κοινού αυτού. Όσο διάστημα ο χώρος του δεξιού εξτρεμισμού δημιουργεί τα «κάστρα» του, απευθυνόμενος προπάντων σε μια τέτοια κατηγορία κοινού, δεν επιδιώκει και δεν χρειάζεται (ίσως να βλάπτεται κιόλας από) την ορατότητά του στα Μίντια. Αλλά ούτε τα Μέσα έχουν τότε δημοσιογραφικό ή εμπορικό ενδιαφέρον να προβάλλουν γκρουπούσκουλα από τον χώρο της εξτρεμιστικής δεξιάς, καθώς δεν υπάρχει κάποιο κοινό που να δείχνει γι’αυτά ενδιαφέρον.
••Η «μεσοποίηση» γίνεται σημαντικός παράγοντας για τον δεξιό εξτρεμισμό όταν πλέον έχει αποκτήσει μια σχετικώς στέρεη τοπική βάση και επιδιώκει να εξακτινωθεί από το «κάστρο» του σε μια ευρύτερη σκηνή σε ολόκληρη την επικράτεια. Στην φάση της «εξακτίνωσής» τους, καθώς αναζητούν νέες κατηγορίες κοινού, είναι τα Μέσα εκείνα που μπορούν να τους διευκολύνουν ώστε να αποκτήσουν την αναγκαία θέαση στο γενικό κοινό. Aκριβώς στην περίοδο του πολιτικού-εκλογικού take off, εάν τα Μέσα θα καλύψουν την ακόμη υπό διαμόρφωση νέα πραγματικότητα ή θα την αγνοήσουν, είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του εξτρεμισμού που θα κρίνει την είσοδό του στην κεντρική πολιτική σκηνή ή, αντιθέτως, την παραμονή του στο περιθώριο.
•••Άπαξ, ωστόσο, οι οργανώσεις και τα στελέχη του εξτρεμιστικού χώρου εγκαταλείψουν το πολιτικό περιθώριο, σημασία για την παγίωση τους στην πολιτική σκηνή έχει κυρίως ο τρόπος και η έκταση της κάλυψής τους από τα ΜΜΕ: ο καλλωπισμός και μια “ενημερωδιασκεδαστικού” τύπου αντιμετώπισή τους αποουσιαστικοποιεί τον εξτρεμισμό· αλλά και η δαιμονοποίησή τους κατασκευάζει παραστάσεις ισχύος και επιρροής μεγαλύτερες από εκείνες που ο συγκεκριμένος χώρος διαθέτει. Εν τέλει, όσο πιο πολύ και πιο κοινότοπα παρουσιάζονται οι εξτρεμιστές από τα Μέσα, τόσο περισσότερο ένα μέρος του κοινού ανέχεται και εξοικειώνεται με τον εξτρεμισμό τους.
Η (υπέρ-)έκθεση των δεξιών εξτρεμιστών στα Media υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει σε άλλοθι: όσοι εμφανίζουν εκλεκτικές συγγένειες με τέτοιες αντιλήψεις να θεωρήσουν την κάλυψη αυτή ως συνώνυμη μιας ευρείας κοινωνικής απήχησης. Μια τέτοια συνεπαγωγή (ευρεία κάλυψη από τα ΜΜΕ = ευρεία απήχηση των δεξιών εξτρεμιστικών ιδεών και πρακτικών στην κοινωνία) θα μπορούσε, επιπλέον, να λειτουργήσει ως άλλοθι για τη διεύρυνση των πρακτικών εξτρεμισμού, οποιοδήποτε ιδεολογικό-πολιτικό πρόσημο κι αν αυτές διαθέτουν. Πολλοί –με πονηρία ή αφέλεια– θα σκεφτούν: εφόσον οι εξτρεμιστές βρίσκονται στο προσκήνιο της δημοσιότητας και τυγχάνουν της δημόσιας προσοχής, τούτο σημαίνει ότι για να προβάλεις τις θέσεις σου και, ενδεχομένως, να επιτύχεις τους στόχους σου δεν έχεις παρά να μιμηθείς το πολιτικό στυλ μιας ακραίας ομάδας. Τα μιμητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στους νέους σήμερα σε σχέση με πρακτικές βίας εκφράζουν περισσότερο συμφωνία στο μέσον της πράξης (βία) παρά στο περιεχόμενο της πράξης αυτής.
Προφανώς το κοινό δεν είναι τόσο παθητικό και επιρρεπές στη χειραγώγιση, όσο πολλοί πιστεύουν, αλλά ούτε και ανεπηρέαστο από την ατζέντα των Μίντια όσον αφορά τα θέματα που θα λάβει υπόψη του διαμορφώνοντας τη δική του γνώμη για τη συγκυρία (βλ. Ν. Δεμερτζής). Επιπλέον, το δικό του κοινωνικο-πολιτισμικό υπόβαθρο θα καθορίσει εντέλει τη δεκτικότητά του απέναντι σε ό,τι κάνουν τα Μίντια ορατό. Χωρίς να αποτελούν αναχώματα, τα Μέσα έχουν τη δική τους ευθύνη, ιδίως σε συγκυρίες που εξαπλώνεται ο εξτρεμισμός: στο όνομα μιας τέτοιας ευθύνης χρειάζεται να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε μια λελογισμένη προβολή οργανώσεων και πολιτικών προσώπων που κινούνται στο περιθώριο της δημοκρατικής τάξης, καθώς και στην αυστηρή τήρηση μιας δεοντολογίας που δεν θα παραβιάζεται χάριν της εμπορικότητας των Μέσων. Δυστυχώς η εγκατασταση ενός είδους “υγειονομικής ζώνης” (cordon sanitaire) γύρω από την εξτρεμιστική δεξιά καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη καθώς αυξάνονται τα εκλογικά ποσοστά και η απήχησή της στο κοινό.

Οργανώσεις και πολιτικοί που ασκούν βία ή που προτρέπουν άλλους στη χρήση της, όσοι στρέφονται κατά των αρχών της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας, ακόμη κι αν εκπροσωπούνται σε αντιπροσωπευτικά σώματα, χρειάζεται να απομονωθούν ώστε το θεσμικό οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να μην μολυνθεί από ακραίες πρακτικές. Όμως, μήπως, η απομόνωση αυτή είναι πιο αποτελεσματική όταν αντί για αμφίβολης αποτελεσματικότητας (και δημοκρατικότητας) νομικές απαγορεύσεις δοκιμάζεται έμμεσα, δηλαδή με τον περιορισμό των δομών πολιτικής ευκαιρίας και με τον στιγματισμό όσων μετέρχονται τέτοιων πρακτικών; 


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μεταρρύθμιση, 3 Νοέμβρίου 2012
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=13592&sw=1366